Η Βασιλική Μολφέση γράφει για το βιβλίο “Περίμενέ με, θα γυρίσω”

Συγκλονιστικό και με συνταρακτική υπόθεση είναι το μυθιστόρημα των συγγραφέων Έφης Καγξίδου και Λίνας Σπεντζάρη με τίτλο «Περιμενέ με θα γυρίσω». Η Σοφία και ο Στέφανος, δυο νέα παιδιά ζουν στην Κοκκινιά, αγαπιούνται και σχεδιάζουν με αισιοδοξία το μέλλον τους. Ο γάμος του εξαδέρφου της Σοφίας στις Μυρτιές, ένα χωριό του Κιλκίς και η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 γίνονται η αφορμή να χωριστούν οι δυο ερωτευμένοι και να πάρει η ζωή τους ανέλπιστους δρόμους.

Η Σοφία εγκλωβισμένη στο χωριό, μπλεγμένη σε τραγικές κι επικίνδυνες περιπέτειες, «το ποτάμι της πραγματικότητας που βίωνε, κυλούσε στην όχθη της ντροπής, της ταπείνωσης, της απελπισίας και της μόνιμης θλίψης» κι ο Στέφανος, ήρωας στο αλβανικό μέτωπο, ζει τις ένδοξες στιγμές της Ιστορίας της πατρίδας μας, ώσπου αρχίζει η γερμανική κατοχή και αυτός με τους συμπολεμιστές του ανεβαίνουν στα βουνά να πολεμήσουν τον εχθρό, «βήμα το βήμα, μέτρο το μέτρο, αίμα το αίμα, χάραζαν στο παγωμένο χιόνι δρόμους καινούριους για να μπορεί να βαδίζει η ελευθερία αγέρωχη». Οι φριχτές εικόνες του πολέμου «που ξεριζώνει τους ανθρώπους και βάζει φωτιά στα όνειρά τους», οι ανέντιμες πράξεις των δοσίλογων και τα αποτρόπαια αντίποινα των Γερμανών σε γυναίκες και παιδιά, ιδιαίτερα στην οικογένεια του Γιάννου, συνταράζουν καθέναν που θέλει να λέγεται Άνθρωπος.

Ο αναγνώστης νιώθει οργή, θυμό, αγανάκτηση, πίκρα, θλίψη, αδικία, για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων του χωριού, την εξάρτηση από τον πλούσιο Αφέντη της περιοχής, με εξουσία ζωής και θανάτου και για τα φριχτά βασανιστήρια και την καταστροφή της χώρας μας από τη Γερμανική κατοχή, νιώθει όμως και περηφάνια για τις γυναίκες που πολέμησαν αντρίκια και απαρνήθηκαν τα πάντα για την ελευθερία της πατρίδας και για τις σημαντικές αναφορές στα ήθη κι έθιμα του Πόντου, με έμφαση στον Πυρρίχιο χορό «σαν τα βήματά του να διηγούνται την ιστορία της καταγωγής των Ποντίων, τον ξεριζωμό, τα βάσανα, τις δυσκολίες και τη μάχη να βγουν νικητές».

Ένα καταπληκτικό και δυνατό βιβλίο, που ο αναγνώστης δεν μπορεί να αφήσει από τα χέρια και διαβάζει με αγωνία κι ένταση συναισθημάτων για την εξέλιξη της υπόθεσης , όταν μετά την απελευθέρωση και τον αγώνα της Σοφίας αντί να βρεθεί με την κόρη της, βρίσκεται στις φυλακές, με άδικες κατηγορίες στην μαύρη εποχή του εμφυλίου και της διχόνοιας. Τόσο άδικες που στο τέλος, κοιτάζοντας το χάρτη της ζωής της κι απλώνεται όλη η αλήθεια μπροστά της. «Ανάγλυφα και σημαδεμένα με το μελάνι της δυστυχίας τα βουνά του πόνου που της προκάλεσαν οι μοίρες, οι καταστάσεις και προπάντων οι συμμορίες των ανθρώπινων θηρίων».

Υπέροχες και ολοζώντανες είναι οι περιγραφές της φύσης και των τοπίων κάθε εποχής του χρόνου, με πανέμορφες προσωποποιήσεις, λες και η φύση συμμετείχε στις χαρές, στις λύπες και στα βάσανα των ηρώων του βιβλίου όπως: «τα βουνά που αιώνες κουβαλούσαν στην πλάτη τους τα πανύψηλα δέντρα, τα πυκνά δάση, τα τρεχούμενα νερά, τους λόφους, τις χαράδρες, τους πολύχρωμους ογκόλιθους και τις περήφανες κορυφογραμμές τους, σε αυτά οι απελπισμένοι ζητούσαν καταφύγιο στις σπηλιές και στα δάση τους. Έγερναν από το βάρος της δυστυχίας τους οι πανύψηλοι όγκοι. Μπορεί να τα κατάφεραν και να έγιναν τόποι παρηγοριάς κι ελπίδας όλων των τυραννισμένων ψυχών, μα ράγιζαν από τους θρήνους τους. Γιατί ο πόνος ο ανθρώπινος είναι πιο βαρύς κι από τους γρανιτένιους βράχους».

Βασιλική Μολφέση

cretablog.gr

 

 

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *