Στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1950 μεγαλώνουν δύο ξαδέρφια που η μοίρα τα χωρίζει για να τα ξαναφέρει κοντά κάτω από τις πιο τραγικές για τον ελληνισμό στιγμές του 1955. Τα παιδιά θα ακολουθήσουν τη μητέρα του ενός στην Αθήνα για ένα καλύτερο αύριο και εκεί η μοίρα θα πάρει το πάνω χέρι και θα τους ρίξει σε μια σειρά από δοκιμασίες. Θα καταφέρουν να επιβιώσουν; Ποια θα είναι η μεταξύ τους σχέση στον νέο, άγνωστο τόπο;
Η Μαρία Χίου επέστρεψε μ’ ένα μυθιστόρημα γεμάτο αληθινούς χαρακτήρες και αναπάντεχες εξελίξεις. Το γνώριμο και αγαπημένο μου στυλ γραφής μπαίνει για λίγο στην άκρη και το κείμενο πειραματίζεται με την πρωθύστερη γραφή, δημιουργώντας έτσι ένα συναρπαστικό καρουζέλ γεγονότων που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει και πού θα σε βγάλει η επόμενη στροφή. Πυκνογραμμένα γεγονότα διακόπτονται με τα Σεπτεμβριανά και συνεχίζουν αμέσως μετά σε νέα πορεία στην Αθήνα. Στο πρώτο μέρος έχουμε τον τίτλο «Κλωθώ» που συμβολίζει το παρόν με τις εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα από το 1947 έως το 1963, στο δεύτερο τη «Λάχεσι» που συμβολίζει το παρελθόν με έμφαση στην Αθήνα του 1983 και στο τρίτο την «Άτροπο» που συμβολίζει το μέλλον. Δεν υπάρχει γραμμική αφήγηση, αντίθετα, η συγγραφέας με έριξε στα βαθιά νερά μεταγενέστερων γεγονότων, τα οποία ξεδιπλώνονται σταδιακά και με έφερναν πότε πίσω και πότε μπροστά. Αυτή η αφηγηματική διελκυστίνδα μπορεί εύκολα να γίνει κουραστική ή χαοτική, η Μαρία Χίου ξέρει όμως πολύ καλά να χειρίζεται τις ιστορίες της κι έτσι το μυθιστόρημα κυλάει σα νερό.
«Στους δρόμους, γύρω από τα μαγαζιά, μια αλλόκοτη σιγή μπέρδευε τα βήματά της. Στόρια κλειστά, κουτάβια κοιμισμένα και ένα αεράκι σέρτικο βαριανάσαινε στα σοκάκια» (σελ. 23). Αυτή είναι σε δυο φράσεις η ελληνική «Νύχτα των Κρυστάλλων», η οποία είναι και το κομβικό σημείο της ιστορίας, μιας και τα πάντα αλλάζουν μετά από αυτό. Η Σεβαστή και ο Εμρέ απέκτησαν τον Παρασκευά, με αποτέλεσμα η Ελληνίδα να είναι δακτυλοδεικτούμενη στον κύκλο της. Ο αδερφός της, Ιγνάτιος και η Χρυσούλα απέκτησαν τον Αποστόλη και τα δυο ξαδέρφια μεγάλωσαν σχεδόν μαζί κάτω από παράδοξες συνθήκες. Στις ζωές τους εμφανίζεται αναπάντεχα η Μπέρνα «το κάκαδο», το νόθο παιδί του παππού Μουράτ, ο οποίος την παρέδωσε στις αδερφές του να τη μεγαλώσουν όταν πέθανε η μάνα της. Στη συνέχεια, γνωρίζουμε την αυτιστική Βάγια, μια προσωπικότητα δοσμένη με ευαισθησία και προσοχή, που με βοήθησε να κατανοήσω όσο γίνεται καλύτερα τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις αυτών των ατόμων. Η συγγραφέας κατέγραψε με άφθαστο ρεαλισμό τον ψυχισμό της κι έδωσε πολλές εξηγήσεις ως προς τη συμπεριφορά και τον τρόπο σκέψης των αυτιστικών. Μαζί με τη Βάγια γνώρισα τον Τάκη που εγκαταλείπει το σπίτι του για να ζήσει τη ζωή του με μόνη του παρέα έναν αδέσποτο σκύλο, τον καπετάνιο Σιδέρη που παίρνει σύνταξη κι αγωνίζεται μάταια να ξανασυστηθεί με την οικογένειά του, τον Σίμο που βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται ριζικά όταν ο πατέρας του τον πετάει στον δρόμο, την έφηβη Χρύσα που αδιαφορεί για τα μαθήματα κάνοντας σκέρτσα σε μεγαλύτερα αγόρια του σχολείου της και πολλούς άλλους που αλληλεπιδρούν με τους ήρωες που γνωρίσαμε στην αρχή.
Το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Χίου είναι σκεπασμένο από τη στάχτη των χαμένων ερώτων και των χαμένων ευκαιριών και ντυμένο με την πορφύρα του έρωτα που πεισματάρικα κάνει ό,τι θελήσει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο παραστατικές εικόνες, έντονα συναισθήματα και λυτρωτικό τέλος και με ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, μου σύστησε ολοκληρωμένους χαρακτήρες και μου χάρισε στιγμές συγκίνησης αλλά και χαράς.
Πάνος Τουρλής
«Στάχτη και πορφύρα», της Μαρίας Χίου, εκδ. Έξη – Πανος Τουρλης (vivliokritikes.com)