Περιγραφή
Η Ελπίδα ξεφυλλίζει με τρεμάμενα δάχτυλα το άλμπουμ της ζωής της. Παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες ξεδιπλώνονται μπροστά της. Κάθε φωτογραφία και μία ανάμνηση. Άλλες χαρούμενες και άλλες ποτισμένες με πίκρα. Τα χρόνια του πολέμου και του εμφυλίου ανασύρουν στο νου της εικόνες σκληρές που ακόμα την πονούν.
«Αιματοκυλίστηκε ο τόπος άδικα. Χύθηκε αδερφικό αίμα. Χάθηκαν τόσες ζωές. Και μήπως ειρήνεψαν οι καρδιές μας; Μήπως έσβησε το μίσος; Αυτό σύρθηκε σαν το ερπετό πιο βαθιά μέσα μας, γιατί το αίμα που χύθηκε το θέριεψε…»
Αργότερα, ο έρωτας και η αγάπη της για τον Παύλο θα δοκιμαστούν από το μίσος και την αδιαλλαξία δύο οικογενειών που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Και ύστερα, οι δικοί της θα την αναγκάσουν να ζήσει το μαρτύριο της ξενιτιάς, προκειμένου να τον ξεχάσει.
Άραγε, θα κατορθώσουν να βγουν αλώβητοι από τις συμφορές που αλυσιδωτά θα πλήξουν τη ζωή τους; Θα καταφέρουν με την αγάπη τους να συμφιλιώσουν τους δικούς τους, ή θα συνθλιβούν κάτω από το βάρος του μίσους;
Τριανταφύλλου Πατρίτσια –
Πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο ο λόγος είναι καθαρός, ευκολονόητος, αλλά καθόλου απλοϊκός. Η γλώσσα χρησιμοποιείται εύστοχα. Οι διάλογοι είναι φυσικοί και ζωντανοί. Διαγράφουν χαρακτήρες. Παρουσιάζουν σκέψεις. Η περιγραφή βασίζεται στις εικόνες που αποδίδουν με ενάργεια τους χώρους, τους τόπους, τις καθημερινές συνήθειες του χωριού, τις καταστάσεις, τα πρόσωπα. Η συγγραφέας επικεντρώνεται με ενσυναίσθηση στα συναισθήματα των ηρώων της σε κάθε φανέρωμα της ζωής τους.
Οι ήρωες στο βιβλίο «Αν όλα ήταν αλλιώς» ζουν τη ζωή τους διαφορετικά από ό,τι θα ήθελαν, όχι όμως με δική τους υπαιτιότητα. Στερούνται τις κατάλληλες συνθήκες ζωής, την ειρήνη, την πολιτική ηρεμία. Ζουν λόγω των πολέμων με τον φόβο. Αδυνατούν να κάνουν αβίαστα τις προσωπικές τους επιλογές. Οι άντρες στο μέτωπο «με τα πόδια ξυλιασμένα και γεμάτα πληγές που αιμορραγούσαν από τα σκληρά άρβυλα, καθώς βαδίζαμε ώρες ατελείωτες στα παγωμένα βουνά φορτωμένοι με το γυλιό και τα όπλα μας», με τον εφιάλτη της πείνας: « Ήταν μέρες που μοιραζόμασταν μια κουραμάνα τρεις. Έβλεπες πρόσωπα αποστεωμένα, αγριεμένα από τις κακουχίες. Έλεγες δε θα αντέξουμε, θα πέσουμε προτού μας βρει το βόλι του εχθρού. Και ξέραμε ότι οι Ιταλοί πλεονεκτούσαν σε όλα. Γιατί εκείνοι ήσαν πολλοί, χιλιάδες, πλυμένοι, καθαροί, χορτάτοι, δυνατοί…». Τα παιδιά ξενιτεμένα από το παιχνίδι και τα γράμματα «με τα αδύνατα, σαν καλαμάκια, ποδαράκια τους, με τις μαυρισμένες άγριες φτέρνες, καθώς περπατούσαν ξυπόλητα, ντυμένα με ρούχα τριμμένα από την πολυκαιρία, αφού περνούσαν από το μεγαλύτερο παιδί στο μικρότερο και γεμάτα μπαλώματα». Και μετά ο εμφύλιος, «βομβαρδισμοί, εκκενώσεις χωριών, μετακινήσεις πολιτών, παιδομάζωμα, υποχρεωτικές στρατολογήσεις έστησαν χορό σε μια κατεστραμμένη οικονομικά και βαθιά πληγωμένη χώρα». Μια κόκκινη γραμμή αίματος χωρίς τέλος… Η αρχή της δεκαετίας του 50 λυγίζει «κάτω από το βάρος της ανεργίας και της εξαθλίωσης». «Οι δρόμοι της πόλης γεμίζουν από παιδιά και ανειδίκευτους εργάτες που κάνουν δουλειές του ποδαριού». Η Δυτική Γερμανία γεμίζει από γκασταρμπάιτερς για να οικοδομήσουν από την αρχή τη χώρα που είχε καταστρέψει πριν λίγα χρόνια τη δική τους. Παράλληλα γεμίζουν και τα ξερονήσια «με αντιφρονούντες που τους βασανίζουν απάνθρωπα μέχρι να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, να αποκηρύξουν τον κομμουνισμό και να δώσουν πληροφορίες για άλλους υπόπτους συμμετοχής σε αριστερές ενέργειες».
Η Ράχη, ένα χωριό της Πελοποννήσου, κοντά στον Μελιγαλά, παρασύρεται από τους νομάδες ανέμους της εποχής. Ο Λευτέρης και ο Οδυσσέας σε αντίπαλα στρατόπεδα φοβούνται και αλληλοεχθρεύονται στον πόλεμο. Συμφιλιώνονται απρόσμενα και δειλά, μόνοι, χωρίς να πουν λέξη για τα περασμένα ο ένας στον άλλον. Ο Οδυσσέας ντρέπεται, «πώς λάθεψαν τόσο;» σκέφτεται. Ο Πέτρουλας, αμετανόητος μαυραγορίτης και τοκογλύφος. Ο πόλεμος και το μίσος, η αγάπη για το κέρδος και την υπεροχή τον στέγνωσαν, τον αλλοτρίωσαν. Η Αθηνά και η Στέλλα, ο Αλέξης, ο Χρήστος και Ανδρομάχη στεριώνουν φιλίες στο χωριό και στην ξενιτιά. Μαθαίνουν τον έρωτα, άλλες φορές ξεδιάντροπα, άλλες φορές με συστολή, με σεβασμό και κάποιες εξαγοράζοντας την ανάγκη και την απελπισία. Η Ελπίδα και ο Παύλος έχουν προσδοκίες για τη ζωή τους, αφήνουν τα όνειρά τους να περιμένουν, όμως μένουν πιστοί σε αυτά. Αντιμετωπίζουν τα αυστηρά ήθη της ζωής στην επαρχία, τις πολιτικές ιδεοληψίες. Ονειρεύονται να ζήσουν μακριά από τα μετεμφυλιακά πάθη σε έναν κόσμο με συγχώρεση, αγάπη και συμφιλίωση. «Εγώ άλλον δρόμο δεν ξέρω από τη συγχώρηση», λέει ο Λευτέρης, «Μόνο όταν καταφέρεις να συγχωρήσεις αυτόν που τώρα λογαριάζεις εχθρό, μπορείς να βρεις την ειρήνη μέσα σου. Να βλέπεις στο πρόσωπο του άλλου τον εαυτό σου, αφού όλοι είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, πάει να πει αδέλφια».