Η Φανή Κεχαγιά με γραφή ωμή, όπως πρέπει όταν αναφέρεσαι σε ιστορικά γεγονότα, περιγράφει το ταξίδι του ξεριζωμού των κατοίκων της Τζουμαγιάς (σημερινή Ηράκλεια) το 1916 μέχρι το Ποζάρεβιτς της Σερβίας. Μια ιστορία όχι γνωστή, παρά μόνο στους γηραιότερους της περιοχής.
Η Αννού γεμάτη τραύματα κι απώλειες επιστρέφει στο πατρικό της στη Τζουμαγιά, ένας βοσκότοπος γεμάτος παράδοση κι αφεντιά μέχρι που ο Βούλγαρος διοικητής αποφασίζει την εκκένωση της. Γύρω απ’ την οικογένεια της Αννούς, 10.000 άνθρωποι ακολουθούν τους Βούλγαρους στρατιώτες στο Ποζάρεβιτς. Παρακολουθείς τη διαδρομή που χαράζουν και συνάμα τους θανάτους, τις κακουχίες, τις βιαοπραγίες αλλά και τις φιλίες που γεννιούνται και τους έρωτες που φανερώνουν ότι η ζωή πάντα βρίσκει έναν τρόπο να ανθίσει. Οι παρακόρες, Βελίκα, η Αρχοντούλα, ο Ρίζος κι ο παραγιός του, ο Κίτας, ο Ζάχος, ο Χρίξος, η Γκιονούς, η Λάλα κι άλλοι ακόμα. Ο ένας συντρέχει τον άλλον στην ανάγκη, παίρνει τη θέση του χαμένου, γίνεται οικογένεια.
«Μάρτη μήνα γέννησα. Απρίλη πέσαν κείνες οι μπόμπες απ’ τ’ αερόπλανα των Γερμανών, που σκότωσαν κόσμο και σείστηκε η Τζουμαγιά. Αύγουστο μήνα καμαρωτοί κι αφέντες μπούκαραν και πήραν ξανά να σφάζουν, να κρεμούν. Σεπτέμβρη στις 16, απόηχα του Σταυρού, …τελάληδες πρωί πρωί με τα νταούλια και τα μπαραμπάνια βγήκαν και φώναξαν πως έπρεπε όλοι, μα όλοι οι Τζουμαγιώτεςδυό-τρία ρούχα κι όσα φαγιά στον καθένα ήνταν βολετό να μαζώξουμε, σπίτια και δουλειές ν’ αμπαρώσουμε και σε ώρες δυο στην άκρια της πόλης να συναχτούμε, στον βόρειο τον δρόμο, τον αμαξιτό».
Δε θα πω περισσότερα για τη πλοκή μιας και στα βιβλία των εκδόσεων ΕΞΗ οι ιστορίες είναι αυτές που μπαίνουν στην καρδιά μας, κι εδώ έχουμε μια ιστορία όχι πολυδιαβασμένη. Θα αναφέρω όμως ότι με εντυπωσίασε η γλώσσα κι αξίζουν συγχαρητήρια στη συγγραφέα που αφομοίωσε όλο αυτό το κράμα διαλέκτων χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη.
Εμμένοντας στην κοινή ελληνική, προσθέτει το βλάχικο ιδίωμα και πολλές τουρκικές και σλάβικες εκφράσεις. Περιγράφοντας ιδανικά όλο αυτό το χαρμάνι φωνών που ζουν την εποχή εκείνη στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
Όμορφη κι η πινελιά των δημοτικών τραγουδιών, τραγούδια τα οποία οι ήρωες τραγουδούν στα μικρά διαλείμματα ανάπαυλας, που κάποτε αφήνει η κακουχία και η δυστυχία. Αναφορές υπάρχουν ακόμη σε λογοτεχνικά έργα της εποχής, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα. Βουτιά στις παραδόσεις και στα ήθη, του γάμου, του προξενιού. Στα πανηγύρια, στου παραγιούς και τις παρακόρες, στα μαντριά και στους μαχαλάδες.
Μιλάντα Σαρικιαχίδου
«Ομηρία»: Ένα ακόμη βιβλίο για τη προσφυγιά που όποτε και να διαβάσεις σε πονά – Kulturosupa.gr