Ο 7χρονος Αλέξανδρος ή Ασλάν Ντεμίρογλου, είναι γιος του φιλήσυχου Τούρκου Φουρκάν και της χριστιανής Ρωμιάς Αννούς από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης. Η μητέρα του θα τον φυγαδεύσει λίγο πριν εξαγριωμένοι Τούρκοι εισβάλουν στο σπίτι τους, τη βιάσουν και την αφήσουν μισοπεθαμένη και αιμόφυρτη. Με το λιγοστό θάρρος που της έχει απομείνει και χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας θα πάρει το δρόμο της επιστροφής για το πατρικό της, όταν χρόνια πριν κλέφτηκε με τον αγαπημένο της και θα γυρίσει ευελπιστώντας στη ζεστή και γεμάτη αγάπη αγκαλιά της μάνας της Όπης.
Η Αρχοντούλα, η Βελίκα και η Λένκα είναι τρεις φίλες που ζουν στο Καβακλί, μοιράζονται τις δυστυχίες τους και αναζητούν τη μοίρα τους στο τσαρδί της Γύφτισσας που βλέπει τα μελλούμενα.
Ο Ρίζος Αρόσης, έχει χάνι στη Τζουμαγιά, είχε στείλει προξενήτρα να ζητήσει την Αννού από τον πατέρα της Σάντρο χωρίς θετικό αποτέλεσμα και ο Κιτάς παραγιός του, πίνει νερό στο όνομά του γιατί τον περιμάζεψε και πλέον αποτελεί την οικογένειά του.
Αυτοί θα είναι οι πρώτοι ήρωες της ιστορίας μας, μιας ιστορίας γεμάτης πόνο, ξεριζωμό και δάκρυα. Σε ένα βιβλίο με ιδιωματισμούς, τοπικές διαλέκτους και πληθώρα ιστορικών στοιχείων, οι Βούλγαροι, οι Έλληνες και οι Τούρκοι, αναμοχλεύουν τις ζωές τους, μάχονται για ελευθερία ή για πόλεμο, χωρίς να έχουν κάτι ουσιαστικό να μοιράσουν.
…κάμει θόρυβο η ψυχή;…
Αυτή η ομάδα ανθρώπων μαζί με άλλους οικείους τους, ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, ένα ταξίδι αβέβαιο και μάταιο, ένα αναγκαστικό ταξίδι έχοντας μαζί τους λίγα υπάρχοντα και πολλές αναμνήσεις, έχοντας μίσος στην ψυχή τους για το φευγιό, έχοντας αγωνία για το αύριο και μια καρδιά βουτηγμένη στα δάκρυα και την απελπισία. Θα διαβάσουμε για μετακινήσεις πληθυσμών, για διαταγές εκκένωσης χωριών, για κρεμάλες αθώων, για βιασμούς που απέφεραν καρπούς και για μανάδες που απώλεσαν τα παιδιά τους και μαζί την ελπίδα τους για ζωή.
Το νέο αίμα στην οικογένεια που βάφτισε ο Ρίζος και ακούει στο όνομα Γιασεμή, ο ξεριζωμός 10.000 ανθρώπων από τη Τζουμαγιά χωρίς προορισμό, οι κακουχίες και οι μέρες της μεγάλης πείνας, το δίπατο αρχοντόσπιτο που από το ’13 είναι έρημο και οι οχιές που κατέστρεψαν του άμοιρους ενοίκους, δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, προμηνύοντας μια συνέχεια κακοτράχαλη και καταιγιστική.
Μια ψυχή θα γεννηθεί στη μέση μιας νεροποντής και μια άλλη θα φύγει πικραμένη, η Γκουνούς, μια ορφανή μάνα, η Άννα Καρένινα δώρο του Βέργου στην Αννού και ο Γύφτος Ζάχος που προστέθηκε στο ασκέρι τους, θα δώσουν μια αχνή ελπιδοφόρα νότα στο βιβλίο, προσδοκώντας ο αναγνώστης την πολυπόθητη λύτρωση των ηρώων.
Συνεχείς μετακινήσεις. Πείνα. Ένδεια. Πόνος και θλίψη στα μάτια τους. Αναπάντητα ερωτήματα. Πού πάνε; Γιατί δεν έχουν πατρίδα; Πού έφταιξαν; Κανένας τους δεν είναι σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις…
…αυτό είναι το λοιπόν η πατρίδα; Έτσι μας ξεπλερώνει το περιβόητο κράτος για τα τόσα βάσανα που μαρτυρήσαμε στ’ όνομα της Ελλάδας;…
Μέσα από δυσκολίες θα φτάσουν την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1916 στο Ποζάρεβιτς, θα βαπτίσουν το ασαράντιστο μωρό που κουβαλούν στους κόρφους τους, θα επαναλειτουργήσουν έναν αραχνιασμένο φούρνο, θα χαρούν με την πρόταση γάμου του Ρίζου σε μια από τις τρεις φίλες που ενώθηκαν μετά από 2 χρόνια ξανά και θα γίνουν μάρτυρες της κάννης που πυροβολεί σχεδόν εξ επαφής.
Τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό αν και η επιστροφή τους στη Τζουμαγιά με ανάμεικτα βέβαια συναισθήματα, είναι πια γεγονός.
Η Λάλα η Σμυρνιά που προστέθηκε στην «οικογένεια», ο Κανέλλος που έγινε το δεξί χέρι της Αννούς, η Επιτροπή Ανοικοδομήσεως Τζουμαγιάς και η Ένωσις Τζουμαγιωτών θα κλείσουν την αυλαία του οδοιπορικού της Φανής Κεχαγιά με τους ήρωες να απαλύνουν τον πόνο της ψυχής όσων κατάφεραν να επιστρέψουν, να προσπαθούν να ορθοποδήσουν και να επουλώνουν τις πληγές τους με χώμα από τον τόπο τους.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Φανής Κεχαγιά, επέλεξα την παρακάτω:
…μάλλον ο άνθρωπος ανάγκη το ‘χει στο καλό να πιστεύει και απάνω του να στυλώνεται. Κι αψηλότερα απ’ το καλό, ανάγκη το κανονικό έχει…
Η απελπισία, οι ψείρες, ο τύφος, η πείνα, ο κόκκινος σταυρός στο μανίκι, τα δάκρυα της απώλειας και εκείνα για τις ψυχές που τόσο άδικα χάθηκαν, θα δώσουν τη σκυτάλη στα δειλά χαμόγελα και στην ελπίδα για να χτίσουν ξανά από το μηδέν τις ζωές τους, έχοντας πάντα χώρο στις καρδιές τους για εκείνους που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν, για εκείνους που έφυγαν άδοξα, για εκείνους που δεν γύρισαν και ίσως κάποτε καταφέρουν να ξανασμίξουν.
Κατερίνα Σιδέρη
Η Κατερίνα Σιδέρη γράφει για το βιβλίο “Ομηρία” – Φανή Κεχαγιά – Vivlio-Life.gr