Η μυθιστορηματική αφήγηση μιας αληθινής ιστορίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία για ένα συγγραφέα, όταν αποκαλύπτει στο αναγνωστικό κοινό την ταυτότητα των ηρώων, διότι θέτει προκαθορισμένα όρια στην εξέλιξη, που δεν θα πρέπει να γιγαντώσουν θετικά ή αρνητικά την πραγματικότητα. Το στοίχημα είναι μεγαλύτερο όταν οι πρωταγωνιστές δεν είναι άγνωστες μορφές προς αυτόν, αλλά μέρος των βιωμάτων του.
Αυτό το εμπόδιο επομένως επιχειρούν να προσπεράσουν η Έφη Καγξίδου και η Λίνα Σπεντζάρη στο βιβλίο τους με τίτλο «Ούτε η Μάνα μου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.
Ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Γιώργος Σαρρής, παππούς της Καγξίδου. Τόσο εκείνη, όσο και η Σπεντζάρη, αναφέρουν στο προλογικό τους σημείωμα την αρχική δυσκολία συναισθηματικής αποστασιοποίησης και αντικειμενικής αναπαράστασης των τεκταινομένων.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την διαδρομή του Σαρρή από το 1920 έως το τέλος της ζωής του, το 1960. Κατηγορούμενος για ένα φόνο, που δεν διέπραξε, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του και την οικογένειά του και να γίνει φυγάς, επειδή κανείς δεν πιστεύει στην αθωότητά του. Προδομένος από όλους, ακόμη και από τη μάνα του, θα βρεθεί από το νησί του στη Χίο κι έπειτα στα Βουρλά, τον Πειραιά, την Κηφισιά, τον Βόλο. Θα δημιουργήσει νέα οικογένεια, αλλά τόσο ο φόβος της καταδίκης, όσο και η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα του επιτρέψουν να βρει την γαλήνη. Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί πολύ αργά, όταν πλέον θα του είναι αδύνατο να ξεχάσει και να συγχωρήσει. Θα του προσφέρει όμως την λύτρωση από το μυστικό που περιφρουρούσε επί χρόνια.
Εστιάζοντας επομένως στα κυριότερα σημεία του έργου, θα πρέπει να τονιστεί αρχικά η ιστορική έρευνα, που διαφαίνεται μέσω της περιγραφής των γεγονότων, τόσο κατά την καταστροφή της Σμύρνης, όσο και κατά την περίοδο που ακολούθησε προ – κατά την διάρκεια και μετά την Κατοχή.
Σημαντική είναι επίσης η αναφορά στη ζωή των προσφύγων και στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου. Ο τότε εθνικός διχασμός – ίσως και ρατσισμός – απέναντι στους ομοεθνείς τους, που έχασαν όλα τους τα αποκτήματα – έμψυχα και άψυχα – στο βωμό των πολιτικών σκοπιμοτήτων και βρέθηκαν αντιμέτωποι με το άγνωστο, αλλά και την παράλογη και αναίτια εχθρότητα.
Κάλλιστα θα μπορούσε να παραλληλιστεί η περίοδος εκείνη με τη σημερινή είσοδο των προσφύγων στα Βαλκάνια και δη στα ελληνικά νησιά. Διαφορετικές συνθήκες, διαφορετικές εθνικότητες, διαφορετικά δεδομένα, αλλά κοινός παρανομαστής: ο άχαρος πόλεμος συμφερόντων.
Η ψυχογραφική ανάλυση δεν εστιάζει μόνο στους κύριους πρωταγωνιστές, αλλά σε όλους όσους παρεμβαίνουν στην εξελικτική πορεία των συμβάντων. Βασικό στοιχείο η καταδίκη του Σαρρή, όχι από τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης, αλλά από το περιβάλλον του και ιδίως τη σύζυγο και τη μητέρα του. Η τελευταία, ως σύγχρονη Μήδεια, δείχνει στο παιδί της την οδό του θανάτου, δίχως ούτε μια στιγμή να αμφιταλαντευτεί για την απόφασή της.
Η συγκινησιακή ροή αναδιπλώνεται ακριβώς στα σημεία που απαιτείται, ώστε να μην καταλήξει μελοδραματική, ενώ παρατηρείται και η προσπάθεια αντικειμενικής περιγραφής του Σαρρή, για την οποία προειδοποίησαν οι συγγραφείς.
Τέλος η γραμμική αφήγηση εμπλουτίζεται με αρκετά στοιχεία προοικονομίας, προλειαίνοντας το έδαφος για όσα θα ακολουθήσουν.
Το «Ούτε η Μάνα μου» συνεπώς είναι ένα έργο όπου η επιπολαιότητα νικά τον ορθό συλλογισμό, ο παραλογισμός την λογική, το μίσος την συγχώρεση και ο φόβος καλύπτει με τη σκιά του κάθε στιγμή ευτυχίας και αγάπης.
Πηγή: www.writersgang.com