“Το δικο τους Χριστουγεννιάτικο θαύμα” της Κωνσταντίνας Σιάφη-Διαμάντη

Βγήκε για μια βόλτα να ξεφύγει λίγο από τις σκέψεις της μιας και ένιωθε να πνίγεται μέσα στο σπίτι. Αυτή την πόλη την αγάπησε με το που την είδε. Κοριτσάκι μικρό ήταν όταν άφησε τον Άγιο Νικόλαο και ήρθε για σπουδές. Εδώ ήταν που αντίκρισε για πρώτη φορά τον Νέστορα και τον ερωτεύτηκε τρελά. Δεν τολμούσε να τον πλησιάσει και να του μιλήσει, πίστευε πως δεν θα της έδινε καμία σημασία μιας και ήταν μεγαλύτερός της. Ήταν ήδη στο τέταρτο έτος της νομικής και εκείνη τώρα άρχιζε. Όμως τυχαία ένα βράδυ βρέθηκαν σε μία κοινή παρέα και γνωρίστηκαν.

Δεν το πίστευε πως θα τον έβλεπε την επόμενη μέρα ξανά στην σχολή και θα της ζητούσε να πιούνε καφέ. Από τότε είναι μαζί, μόνο όταν πήγε φαντάρος έμειναν χώρια. Μόλις πήρε το πτυχίο της και εκείνη, της έκανε πρόταση γάμου και είπε το “Ναι” χωρίς κανένα ενδοιασμό. Από κοινού αποφάσισαν να μείνουν στην αγαπημένη τους Θεσσαλονίκη, στην πόλη που τους ένωσε. Έκαναν σχέδια για το μέλλον τους και όνειρα για μια μεγάλη οικογένεια. Άνοιξαν δικό τους δικηγορικό γραφείο και τα πήγαιναν πάρα πολύ καλά.

Μαζί του γνώρισε όλο τον κόσμο, αφού κάθε καλοκαίρι πήγαιναν σε διαφορετική χώρα. Πρώτα πήγαιναν στο νησί της και μετά για λίγες ημέρες στα Γιάννενα στο χωριό του Νέστωρα και μετά έφευγαν κατευθείαν για το αεροδρόμιο. Τον προορισμό, τής τον κρατούσε για έκπληξη και το μάθαινε μόλις έφταναν στο αεροδρόμιο. Ήξερε πολύ καλά γιατί το έκανε. Ήθελε να την κάνει να ξεχαστεί. Κάθε φορά που έβλεπαν τους δικούς τους, η ίδια ιστορία. Πότε θα κάνετε ένα παιδί; Γιατί το καθυστερείτε; Και όσο περνούσαν τα χρόνια έβλεπε στο βλέμμα της πεθεράς της, την κατηγορία της και στην μάνα της την λύπηση.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μην σκέφτεται τίποτα. Μπορεί να το κάνει; Όχι. Αυτό ήθελε και εκείνη, ένα μωρό στην αγκαλιά της. Αυτό ήθελε και ο Νέστοράς της. Ένα παιδί να ξεσηκώνει το σπίτι με το γέλιο του, το κλάμα του. Ένα παιδί να αγκαλιάζουν, να του δίνουν όση στοργή και αγάπη έχουν μέσα τους. Ένα παιδί που δεν θα του έλειπε τίποτα. Προσπάθησαν πολλές φορές, όμως δεν τα κατάφεραν.

Κοίταξε γύρω της και όλα ήταν στολισμένα. Λαμπιόνια σε διάφορα χρώματα, χρυσόσκονη παντού, τάρανδοι και ξωτικά και ένας Άγιος Βασίλης πάνω στο έλκηθρό του να είναι φορτωμένο με δώρα. Το δέντρο τεράστιο, να δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας στολισμένο με ένα αστέρι στην κορυφή του και χαμογελαστοί άνθρωποι να στέκονται μπροστά του να φωτογραφηθούν. Τα παιδιά χάζευε πιο πολύ. Κάποια έτρεχαν γύρω από τους γονείς τους, και κάποια χοροπηδούσαν τραγουδώντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Πολλά από αυτά κρατούσαν στα χέρια τους μαλλί της γριάς,  ζαχαρωτά και μπαλόνια. Ήταν η εποχή που επιτρεπόταν συνήθως όλες οι λιχουδιές.

Κοίταξε γύρω της και είδε ένα άδειο παγκάκι. Ήθελε να καθίσει απλά και να χαζέψει όλα εκείνα τα παιδάκια και ας μην είχε δικό της. Πόσο θα ήθελε να ζήσει και εκείνη μία τέτοια στιγμή. Είχαν περάσει τα χρόνια και οι πιθανότητες μειώνοταν. Ένιωσε δίπλα της μία παρουσία και όταν γύρισε είδε ένα παχουλό Άγιο Βασίλη με κόκκινα μάγουλα να έχει καθίσει και να κοιτάζει και εκείνος το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

«Θέλεις μία σοκολάτα;» άκουσε να την ρωτάει.

Κοίταξε τα χέρια του. Κρατούσε ένα κόκκινο υφασμάτινο σακουλάκι γεμάτο λιχουδιές. «Ευχαριστώ» του είπε και την πήρε. Άνοιξε το περιτύλιγμα και η πλούσια γλυκιά γεύση της πλημμύρισε τον ουρανίσκο της.

«Όλα είναι καλύτερα με μία σοκολάτα!» της είπε καθώς της έκλεινε το μάτι. «Λοιπόν, εσύ τι θα ήθελες για δώρο;»

Του χαμογέλασε, «Δεν νομίζεις πως είμαι μεγάλη για να πιστεύω στον Άγιο Βασίλη;»

«Θα σου πω πως μέσα μας όλοι είμαστε παιδιά και πως το να πιστεύουμε που και που καλό μας κάνει!»

«Πιστεύεις στα θαύματα;»

«Ο Άγιος Βασίλης είμαι. Δεν έχεις ακούσει για τα θαύματα των Χριστουγέννων;» της είπε συνωμοτικά.

«Ίσως σε κάποιους άλλους. Το δικό μου θαύμα…» του είπε καθώς πήρε μια βαθιά ανάσα, «Για χρόνια ήλπιζα σε ένα θαύμα της επιστήμης όμως…. Για ένα παιδί παρακαλούσα αλλά δεν ήρθε ποτέ. Θα σου πω λοιπόν πως αυτό το θαύμα για εμένα δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα».

Άνοιξε το πουγκί του και κάτι πήρε από μέσα. «Μην σταματήσεις ποτέ να ελπίζεις στα θαύματα Στεφανία!» της είπε και σηκώθηκε. «Με περιμένουν να συνεχίσω την δουλειά. Ένα διάλειμμα έκανα. Αυτό είναι για εσένα» της άφησε ένα μικρό κουτάκι και μία ακόμη σοκολάτα. «Καλά Χριστούγεννα».

Το πήρε στο χέρι της και το άνοιξε. Ένα μικρό κρυστάλλινο παπουτσάκι βρισκόταν μέσα, που καθώς το σήκωσε, μέσα του αντανακλούσαν όλα τα χρώματα από τα φώτα. «Του είχε πει το όνομά της;» αναρωτήθηκε. Γύρισε να τον δει, μα είχε ήδη φύγει από κοντά της. Ήθελε να τον ευχαριστήσει, μα όσο και αν τον έψαξε δεν τον έβλεπε.

Μία γνωστή της κάποτε της είχε πει να βάζει στο χριστουγεννιάτικο δέντρο τους ένα ζευγάρι παπουτσάκια για νεογέννητα για το καλό. Το πίστεψε. Τα πάντα θα πίστευε από την επιθυμία της να γίνουν γονείς. Έτσι κάθε χρόνο αγόραζε ένα νέο ζευγάρι πάνινα παπουτσάκια και το κρεμούσε στα κλαδιά του δέντρου και μετά έφευγαν για το χωριό και το δέντρο τους παρέμεινε μόνο του στο σπίτι τους. Είχε γεμίσει πλέον τόσα χρόνια πια και αυτό της έφερνε ακόμη μεγαλύτερη στεναχώρια. Φέτος όμως δεν έβαλε, τα άφησε στο κουτί κλειστά. Πήρε άλλα στολίδια και κρέμασε και ήταν η πρώτη χρονιά που δεν έφυγαν.

Ήταν απόφαση του Νέστορα να παραμείνουν στο σπίτι τους. Δεν άντεχε και εκείνος πλέον τα βλέμματα της μάνας του. Πέρυσι είχαν καυγαδίσει άσχημα όταν την άκουσε να κατηγορεί την Στεφανία πως δεν μπόρεσε να κάνει ένα παιδί στον γιό της. Θυμάται πως δεν της είχε απαντήσει τίποτα. Τι να έλεγε σε μία μεγάλη γυναίκα; Μήπως θα την καταλάβαινε; Μα ο Νέστορας τα είχε ακούσει όλα και όταν τελικά της είπε πως εκείνος έχει πρόβλημα που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά και όχι η γυναίκα του, δεν τον πίστεψε. Ο γιος της δεν θα μπορούσε να έχει πρόβλημα. Μόνο η νύφης της και εκείνος απλά την κάλυπτε. Δεν της κρατούσε κακία γιατί είχε μεγαλώσει με άλλες αντιλήψεις.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα φώτα μπροστά της γινόταν ακόμη πιο λαμπερά. Κοίταξε το ρολόι της. Ίσως θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι, μα δεν της έκανε καρδιά να αφήσει όλη αυτή την μαγική εικόνα μπροστά της. Άκουσε το τηλέφωνο της που χτυπούσε και κοίταξε την οθόνη. «Έλα Νέστορα. Επέστρεψες σπίτι;»

«Όχι ακόμη. Στο αυτοκίνητο είμαι Στεφανία. Εσύ που είσαι;»

«Στην Πλατεία Αριστοτέλους. Χαζεύω το δέντρο»

«Ωραία, έρχομαι και εγώ εκεί!»

Λίγη ώρα μετά κάθισε δίπλα της στο παγκάκι όπου βρισκόταν αφού πρώτα της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη της. «Πως είσαι;»

«Είμαι καλά. Απλά δεν μπορούσα να καθίσω άλλο μέσα στο σπίτι. Είναι η πρώτη φορά που μετά από πολλά χρόνια δεν είχα να κάνω κάτι»

Την αγκάλιασε με το ένα του χέρι. «Είναι τα τελευταία Χριστούγεννα που περνάμε μόνοι μας».

«Μετάνιωσες που δεν πήγαμε στο χωριό;»

«Όχι δεν είναι αυτό» της είπε χωρίς να συνεχίσει.

Γύρισε και τον κοίταξε. «Αλλά τι είναι;»

«Στεφανία, δεν ήθελα να σου πω κάτι μήπως και απογοητευτείς. Θυμάσαι εκείνη την κοπέλα που μας είχε αναφέρει ο Θέμης; Που είχε μείνει έγκυος και δεν ήθελε να κρατήσει το παιδί;»

«Ναι πολύ καλά. Τι έκανε τελικά;»

«Το κράτησε και γέννησε σήμερα μα…» πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έπαθε κάτι η ίδια; Το παιδί;» του είπε με μια ανησυχία.

«Και οι δυο τους είναι καλά. Μα θέλει να δώσει το παιδί για υιοθεσία» η συγκίνησή του ήταν τέτοια που άρχισε να τρέμει. «Της μίλησε ο Θέμης για εμάς και την γνώρισα από κοντά πριν από τρεις μήνες. Σήμερα που γέννησε με πήρε ξανά ο Θέμης τηλέφωνο και μου είπε πως η μικρή, η Μαρία, ήθελε να με δει. Πήγα λοιπόν αμέσως»

«Και τι έγινε;»

«Της είχα πει κάποια στιγμή τότε που την είχα γνωρίσει πως αν θελήσει να μεγαλώσει το μωρό μόνη της, να μου τηλεφωνήσει για ότι κι αν χρειαστεί. Πως θα την βοηθούσαμε».

«Καλά έκανες Νέστορα. Θα μπορούσε να είναι κόρη μας αν είχαμε γίνει γονείς όταν πρωτογνωριστήκαμε. Δεν θα ήθελα να νιώθει μόνη της».

«Και εγώ αυτό σκέφτηκα πως με ήθελε στην αρχή αλλά όταν πήγα εκεί όλα άλλαξαν».

«Δηλαδή; Τι συνέβη;»

«Με ρώτησε αν θα θέλαμε να μεγαλώσουμε εμείς την κόρη της. Να υιοθετήσουμε το μωρό. Μου είπε πως δεν μπορεί να μεγαλώσει το παιδί. Είναι ο καρπός ενός έρωτα που την πλήγωσε και την άφησε να υποστεί μόνη της όλες τις συνέπειες. Ένιωθε εγκλωβισμένη και θα ήταν άδικο για το παιδί να μην μπορεί να του παρέχει όλα όσα θα έπρεπε να έχει, ιδίως αγάπη».

«Μου λες πως…» δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.

«Ανέθεσα στον Θέμη όλες τις διαδικασίες που χρειάζονται για την υιοθεσία. Θέλεις να δεις την κόρη μας;» της έδειξε στο κινητό του την φωτογραφία ενός πανέμορφου μωρού. Πήρε το κινητό στα χέρια της και αμέσως το έσφιξε στην αγκαλιά της κλαίγοντας ακόμη περισσότερο. Δεν την ένοιαζε που ο κόσμος άρχισε να τους κοιτάζει περίεργα. Αυτά ήταν δάκρυα χαράς και όχι λύπης. «Μπορούμε να πάμε να την δεις για λίγο στην κλινική και σε δύο ημέρες θα την έχουμε σπίτι μας. Νομίζω πως προλαβαίνουμε να ψωνίσουμε για ότι χρειάζεται ένα μωρό.

Σχεδόν μία ώρα μετά κρατούσε την μικρή στην αγκαλιά της και δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Αυτό το μωρό θα ήταν δικό τους. Ήταν η κόρη τους. Θα την προστάτευαν και θα την αγαπούσαν με όλη τους την ψυχή. Με κόπο την άφησε από τα χέρια της μιας και δεν επιτρεπόταν άλλο να παραμείνουν εκεί. Χάρη τους είχαν κάνει να την δουν για λίγο. Την Μαρία την είδε πριν γνωρίσει την κόρη της και δεν ήξερε πως να την ευχαριστήσει γι’ αυτό το δώρο που της είχε κάνει. Το μόνο που έκανε ήταν να της φιλήσει τα χέρια και να την αγκαλιάσει κλαίγοντας, λέγοντάς της “ευχαριστώ” ανάμεσα στους λυγμούς της.

Δύο ημέρες μετά, έχοντας το μωρό στο καθισματάκι του, προσπαθούσαν να το βάλουν στο αυτοκίνητο. Ήταν η ώρα να την πάνε στο σπίτι τους. Κοιτούσε τον Νέστορα που έβαζε την ζώνη ασφαλείας και έλεγχε αν είναι ασφαλές για το μωρό. Έβαλε τα χέρια στην τσέπη της μιας και έκανε λίγο κρύο και κάτι έπιασε. Κοίταξε και ήταν το κουτάκι και θυμήθηκε. Το άνοιξε για άλλη μία φορά και τα μάτια της βούρκωσαν στην θέα του μικρού κρυστάλλινου παπουτσιού. “Το δικό τους θαύμα”… η κόρη τους.

Εσείς πιστεύετε στα θαύματα; Εγώ πάντως πιστεύω γιατί ήμουν ένα από αυτά!

Καλά Χριστούγεννα!