“Ριμέικ Χριστουγέννων” της Φωτεινής Αζαμοπούλου

Άνοιγα τακτικά τις σελίδες των παιδικάτων μου. Αλλού αναμνήσεις φρέσκιες, αλλού κιτρινισμένες. Στις γιορτινές να σου και λίγη μούχλα. Δεκέμβριος γαρ, θα ’ναι απ’ τις παγωνιές σκεφτόμουν, τις υγρασίες. Χοπ χοπ, πηδούσα χρόνο στο χρόνο, πίσω-μπρος, στην άσκοπη περιπλάνηση του μυαλού μου.

Τα κάλαντα, που λες, ποτέ δεν ήταν αρκετά να μας ζεστάνουν χέρια, αν κι αχνιστή η ανάσα. Κουλά, κοκαλωμένα και λεύτερα στο πλάι του τα συνήθιζε ο αδερφός μου. Ξεχείλωνε τα μανίκια του, να νιώθει τους καρπούς του ενεργούς. Τα δικά μου σταυροχεριασμένα, σταθερά. Μα ξύλινα και πάλι. «Μη, σταυρώνεις την τύχη σου» μου φώναζε η γιαγιά σε κάθε ευκαιρία. Και τι να έκανα δηλαδή! Δεν είχαμε και γάντια. Όχι, καλέ! Τι τρίγωνα! Αυτά τα μάθαμε αργότερα, στην πόλη. Τότε που καμία διάθεση δεν είχαμε πια για κάλαντα. «Ουφ, ήταν ανάγκη;» μουρμούραγα στο φάλτσο τους γρατσούνισμα, στα δάχτυλα μικρών παιδιών, έξω απ’ την επτασφράγιστη πόρτα μου. Με ξύπνησαν παράωρα, μια ώρα ύπνου έχασα. Άντε μετά και στη δουλειά ολημερίς να τρέχω. Ο ύπνος δε μου ξανάκανε την τιμή, πάντα μου αλαφροΐσκιωτη, μα αργότερα στο κατάστημα που μπαινόβγαιναν μικροί-μεγάλοι τραγουδιστές δε χόρταινα τ’ ακούσματα. Έκλαιγα από συγκίνηση. Τέτοια μεταστροφή πώς γίνεται, αναρωτιόμουν. Και τέλεια προσαρμογή. Απλά δεν ήθελα κανείς να μου χαλάει το πρόγραμμα. Ας ήτανε και από γιορτής αιτία.

Γιορτής! Επί της ουσίας δηλαδή γιορτάζαμε Χριστούγεννα; Μμμμ, ναι ίσως… Γιορτή ήταν οι καμπάνες και τα χριστόψωμα, οι κουραμπιέδες και το βραστό αρνάκι στο τραπέζι. Φροντίδα της μαμάς. Γιορτή και του νονού μας ο μπουναμάς. Η γαλατόπιτα, τα μελομακάρονα της νονάς. Οι δεκαρούλες, που γίνονταν αμέσως ζαχαρωτά. Να, αυτές μας ζέσταιναν τη χούφτα. Γιατί είχαμε πρώτοι και πάλι τραγουδήσει το άγγελμα της γέννησης του Κυρίου. Εμείς, προτού ο πετεινός λαλήσει. Γιορτή ήταν. Γιορτή του πεύκου το κλωναράκι, ή το νιούτσικο κυπαρίσσι που στολίζαμε την παραμονή. Χαρά σηματοδοτούσε. Λίγα στολίδια κι εύθραυστα, κάθε χρονιά κλαίγαμε κι από ένα, λες και το είχα τάμα. Γιορτή ήταν το βαμβάκι που το φορτώναμε, το μόνο χιονισμένο τοπίο που μας έκανε την τιμή. Τυχεροί εκείνοι που έμεναν στα βουνά! Παιδάκι τους μακάριζα. Καλά! Όταν στο μέλλον βρέθηκα σ’ ένα χωριό, στα χιόνια, με δήθεν ευχάριστη συντροφιά, χωρίς έναν δικό μου, πιο παγωμένα Χριστούγεννα δεν είχε. Το μετάνιωσα. Και πόσο είχα πασχίσει για τη διήμερη άδεια. Καλύτερα θα ήμουν στη δουλειά, το πήγαινα και στοίχημα. Στυγνή απομυθοποίηση.

Κι αφού ήτανε γιορτή, γιατί δεν τη χαιρόμουν ούτε στις αναμνήσεις; Ίσως γιατί επί χρόνια δε πόθησα τα Χριστούγεννα. Το αντίθετο μάλλον παρακαλούσα. Αχ όταν ήμουν στο χωριό λαχτάρα είχα να ζήσω αυτά της πόλης. Τα φώτα, τα καλούδια του Μινιόν, τα ζαχαροπλαστεία. Δεν είχα ακούσει για μοναξιές ή για μελαγχολίες. Μα τι τα θες! Είχε πλάκα το μικρό μου το δεντράκι. Ένα τσακ και έτοιμο, στολισμένο. Απ’ το χαρτόκουτο κατευθείαν στο τραπεζάκι του καθιστικού ή στου χολ επάνω τη συρταριέρα. Ε ναι, δεν ήθελα να με εύρουν τα Χριστούγεννα χωρίς το σήμα κατατεθέν του. Έστω κι αν τα περνούσα στο κρεβάτι μου, ένα πτώμα, το δεντράκι μινιατούρα μου εκεί, σε κλίμα ρεβεγιόν. Με τα κόκκινα φιογκάκια του, τα μπαστούνια, τα πεταλάκια του.

Όταν έγινα μαμά και σπίτι απέκτησα αψηλό, ψήλωσε και το δέντρο μας, πολύ. Δίμετρο με το άστρο του ν’ αγγίζει στο ταβάνι. Και η χαρά του μικρού μας Άγγελου, τα φώτα και τα λαμπιόνια του ήταν. Και του Αη Βασίλη το δώρο, σωστά σκηνοθετημένο. Με ανοιχτά στο τζάκι τα πορτάκια για να κατέβει. «Μα πόσο να περιμένω;» αναρωτιόταν το νυχτοπαίδι μου. «Με ξέχασε, δε θα ’ρθει…» «Όχι, αν εσύ δεν πας τώρα για ύπνο, δε θα ’ρθει…» παίζαμε την τελευταία μας πράξη, μπας και ξεκουραστούμε όλοι επιτέλους. Να, αυτά τα ζωγραφιστά, έριχναν φως στο πάντα εξαντλητικό εργασιακό παρόν μου.

Ήταν καθ’ όλα ξεχωριστά και τα Χριστούγεννα του Ναυπλίου. Τότε, που έψαχνα τα πατήματα της Κανέλας μου στην όμορφή του πόλη. Είχα μόλις ξεκινήσει τη συγγραφή της. Γιατί συνήθως! Υστερία πάθαινα, υστερία. Απ’ τον Νοέμβρη ακόμα. Δεν άντεχα στην τόση φασαρία… μα αυτή η χαρμόσυνη πινελιά, η ηχολαλιά σου γιε μου, όταν ερχόσουν να μας τα πεις με φίλους. «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…» Αυτά αγαπούσε πιο πολύ, αυτά μας έλεγε το παιδί. Γιορτή ήταν και το τύμπανο της μπάντας μας, του δήμου, που τα σπλάχνα μου δονούσε. Εμ τι θαρρείς! Αυτό ήτανε Χριστούγεννα για μένα. Μία στιγμή, μια δόνηση, ένα άγγιγμα ψυχής.

Ήρθε και με αντάμωσε μια προπαραμονή. Ο Νικολής μου. Το πρώτο βλασταράκι μου, το άυλο. Παιδί πνευματικό. Η είδηση με βρήκε στη δουλειά. Ουουου, δε δούλευα δωδεκάωρα τώρα πια μα ως να σχολάσω εγώ, ερμητικά κλειστά και τα βιβλιοπωλεία. Μία βδομάδα σφάδαζα στο ταμείο, στα μπιπ και μπιπ του σκάνερ… η διάθεση ψηλά στους ουρανούς και το κορμί προσγειωμένο χάμω, στην κρύα πραγματικότητα. Πώς έμπαζε και κείνη η παλιόπορτα, μόνιμα ανοιχτή, αδιάκοπη η έλευση του κόσμου. Μόνο παλτό που δε φόρεσα. Κι ο Νικολής μου να περιμένει, σαν ορφανάκι. Άλλοι τον πρωτοχάιδεψαν, να, αυτό ήταν παρηγοριά. Στο ενδιάμεσο της Πρωτοχρονιάς του χάρισα κι εγώ την αγκαλιά μου. Χαμόγελα και φιλιά. Και ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής. Γλυκόπικρα, στη λαχτάρα. Με πείσμα ζωντανά.

Εμ! Τα είπαμε, δεν τα είπαμε; Στιγμές είναι τα Χριστούγεννα. Σα φύσεις νεκρές επάνω στον καμβά. Όμως πανέμορφες.

Ήρθανε και αδιάφορα. Και βαρετά, συνηθισμένα και… πεθαμένα. Χριστούγεννα πρωτόγνωρα. Καραντίνας. Ναι, σε τούτο το ριμέικ τους διακρίνω με πικρία εκείνα του 2020. Με βρήκαν σπαρακτικά. Ο θάνατος του μπαμπά μου. Οι ολιγοάριθμες παρουσίες στην κηδεία, τα απολύτως διακριτικά Σαράντα του, τρία στην κυριολεξία τα άτομα… για δες και πόσο συμβατά με τη μοναχική του φύση. Συγκλονιστική ετούτη η διαπίστωση. Και ήτανε μαθές τα πρώτα μου Χριστούγεννα στην αποεργασία. Στον άπλετο καιρό, τον απεριόριστο. Καμία διάθεση για γιορτή. Της απώλειας ο καημός, του κόσμου ολάκερου ο στεναγμός κι ο φόβος… ξεμάκραινε το θάμα. Χριστούγεννα στα δάκρυα, βρεγμένα. Μήπως γιατί ολότελα τα είχα λαχταρήσει; Έλεγα, οι πρώτες μου ανέμελες γιορτές. Έλεγα… Όχι, δεν ήρθανε ποτέ όπως ακριβώς τα έλεγα. Ίσως γιατί στη σκέψη μου, στο πετσί μου και στο μεδούλι τα είχα συνδυάσει πάντα σε άκομψο γκρίζο φόντο. Μα τις κρύες και σκοτεινές νυχτιές θα διαδέχονται πάντα οι μέρες του φωτός. Ισχύει. Αφού το λένε!

Χμ… Χριστούγεννα στον απόηχο. Σενάριο συγκεχυμένο. Ωστόσο, πάντα θα τα προσμένω. Την τέλεια γιορτή θα σκαρφιστώ ώσπου… να βγάλει κι η ψυχή απ’ τη λεβάντα τα γιορτινά της και πρώτη, πρώτη να αντικρίσει εκείνο το λαμπερό το άστρο των Χριστουγέννων. Χρόνια το περιμένω. Έστω ένα τσαφ στου νου την ασίγαστη πλάνη. Αχ πόσο το καρτερώ.