“Κάθε Παραμονή” της Δήμητρας Τράκα

23 Δεκέμβρη και κάθε χρόνο μόλις βράδιαζε για τα καλά, ξεκινούσε ένα τελετουργικό θαρρείς, που περίμενα πως και τι, για να το ζήσω. Καθαρές πιζάμες πάνω στο κρεβάτι και καθαρά ρούχα, όμορφα διπλωμένα πάνω στο γραφείο μου. Στο πλάι τους, προσεκτικά ακουμπισμένο το μεταλλικό τρίγωνο, που σίγουρα ανυπομονούσε όπως κι εγώ, να ηχήσει στα χέρια μου.

Πρώτα μπάνιο, μετά δείπνο και γρήγορα να χωθώ μέσα στο ζεστό πάπλωμα, μπας και βιαστεί η νύχτα και περάσει. Κι όλο το βράδυ έκανα σχέδια, πώς θα μπορούσα να τραγουδήσω φέτος σε περισσότερα σπίτια με τη φίλη μου, για να μαζέψουμε πιο πολλά λεφτά. Τι να τα κάνω; Να αγοράσω καλύτερο δώρο στη μαμά μου από πέρυσι, που γιορτάζει τα Χριστούγεννα.

Από τα αξημέρωτα στο πόδι και ντυμένες με τα πιο χοντρά πανωφόρια μας, ξεκινούσαμε με την παιδική μου φίλη και περπατούσαμε σε όλες τις γύρω γειτονιές και ψέλναμε τα κάλαντα των Χριστουγέννων, με όλη μας την ψυχή, μέχρι να φτάσουμε και στο τελευταίο πιο μακρινό σπίτι και να εξαντλήσουμε τις δυνάμεις μας, κρύβοντας τα παγωμένα χέρια μας μέσα στις τσέπες.

Κι αφού σε μια γωνιά του δρόμου κρυμμένες μετρούσαμε τα κέρδη μας, με περηφάνια για το κατόρθωμά μας, κινούσαμε για το μαγαζάκι με τα καλλυντικά και τα στολίδια, για να διαλέξουμε το πιο όμορφο δώρο για τις μαμάδες μας! Και κάθε χρόνο σαν επιστρέφαμε από τα κάλαντα, το στολιδάκι φάνταζε σαν το πιο πολύτιμο δώρο για εκείνες. Το φτηνό, το ψεύτικο ήταν πάντα για εκείνες ο πιο πολύτιμος θησαυρός!

Παγωμένη ακόμα, έτρεχα να τρυπώσω στην κουζίνα, που οι ευωδιές ξεχείλιζαν, να δοκιμάσω από όλα τα ωραία που ετοίμαζε η μαμά μου. Γιατί δεν ήταν μόνο όσα έφτιαχνε για το δείπνο της παραμονής ή για τα γλυκίσματα που έτσι κι αλλιώς θα μας κερνούσε όπως πάντα, ήταν και οι ετοιμασίες για το μεγάλο τραπέζι των Χριστουγέννων, που όλη οι οικογένεια σύσσωμη θα κάθονταν τριγύρω.

Για ελάχιστους λόγους μπορούσες να με ξεβολέψεις από τη ζεστασιά του παπλώματος, γιατί όπως και τώρα ακόμα, λατρεύω τον πρωινό ύπνο. Ένας από αυτούς ήταν ότι από την παραμονή των Χριστουγέννων, στα μάτια μου όλα φάνταζαν μαγικά!

Από παιδί θυμάμαι τη μητέρα μου να λείπει τα πρωινά από το σπίτι, μέχρι τουλάχιστον να γεννηθεί η αδερφή μου, επειδή εργάζονταν. Πάντα μα πάντα όμως την παραμονή ήταν εκεί! Να με ξυπνήσει, να με περιποιηθεί, να με φροντίσει, να με ξεπροβοδίσει για τα κάλαντα, να με υποδεχτεί όταν γυρίσω, να με κεράσει το πρώτο της μελομακάρονο και να μοιραστεί μαζί μου τα μυστικά της κουζίνας της. Κι όταν την ρωτούσα πώς γίνεται και τα φαγητά της είναι τόσο νόστιμα πάντα και πώς καταφέρνει να δημιουργεί τόσα πολλά ωραία πράγματα, για τόσα πολλά άτομα, εκείνη μου έλεγε ότι ένα είναι το μυστικό της επιτυχίας και θα το καταλάβω σαν μεγαλώσω και θα ετοιμάσω το πρώτο μου γιορτινό τραπέζι στο δικό μου σπίτι.

Δεν μου το ομολόγησε ποτέ τούτο το μυστικό, αλλά με άφησε να το ανακαλύψω μόνη μου, ύστερα από πολλά χρόνια. Κι όταν είδε γεμάτο το πρώτο τραπέζι στο δικό μου σπίτι και γεύτηκε όσα μαγείρεψα, ενώ όλο τον χρόνο δεν με είδε ποτέ κανείς να χρησιμοποιώ την κουζίνα μου, τότε με ρώτησε ποιο είναι το δικό μου μυστικό και τα έκανα όλα τόσο ωραία.

«Δεν υπάρχει μυστικό, αλλά κάθε τι φτιαγμένο στο τραπέζι μου είναι δημιούργημα αγάπης προς όλους εκείνους που θα καθίσουν γύρω του» της απάντησα εντελώς φυσικά.

«Άρα το έμαθες μόνη σου το μυστικό» μου απάντησε και χαμογέλασε με υπερηφάνεια.

Η μαγεία των γιορτών όμως δεν σταματούσε εκεί…

Τρεις φορές, τις τρεις παραμονές δηλαδή το βράδυ, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, πριν ξεκινήσουν τα τραπέζια ο παππούς μου άναβε το θυμιατό και θυμιάτιζε το φαγητό μας, τα εικονίσματα και ξεκινούσε αυτό που περιμέναμε να ζήσουμε με λαχτάρα. Το κυνήγι του καλικάντζαρου!

Έπαιρνε ο παππούς λοιπόν το θυμιατό κι έψαχνε σε όλο το σπίτι, σε κάθε απίθανη γωνιά του, να βρει τα καλικαντζαράκια, με σβηστά τα φώτα για να τα εντοπίσει από τα κόκκινα ματάκια τους που λάμπουν στο σκοτάδι και να τα κάψει την ουρίτσα, να φοβηθούν και να μη γυρίσουν πίσω. Και τις τρεις παραμονές, το ίδιο πανηγύρι. Φωνές, γέλια, τσιρίδες, τρεχαλητό και ανάστα το σπίτι ολόκληρο να διώξουμε τους καλικάντζαρους, μη τυχόν μας φάνε τα φαγητά και μας χαλάσουν το δέντρο.

Κι όταν τελείωνε το έθιμο αυτό και κυνηγούσαμε μέχρι την αυλή τον καλικάντζαρο, σαν επιστρέφαμε μέσα, ο μπαμπάς είχε φροντίσει για τη συνέχεια. Κάτω από το δέντρο, ο Άγιος Βασίλης είχε αφήσει ένα μεγάλο σωρό από κουτιά. Περνούσε λέει από κάθε σπιτικό και άφηνε τα δώρα των παιδιών νωρίς, πριν κοιμηθούν, τα Χριστούγεννα. Γιατί την Πρωτοχρονιά, δεν προλάβαινε και μοίραζε τα δώρα το ξημέρωμα και τα βρίσκαμε το επόμενο πρωί.

Αυτός ο Άγιος Βασίλης πάντα ήξερε τι θέλαμε και αγαπούσαμε περισσότερο, αφού μας έβλεπε από μακριά που ήμασταν τα καλύτερα παιδιά!

Η νύχτα έκλεινε με την οικογένεια χαρούμενη γύρω από το τραπέζι, μέχρι αργά, μέχρι να κουραστεί και ο τελευταίος. Τότε η γιαγιά έλεγε «Άφησε νύφη το τραπέζι όπως είναι, να έρθει κι ο μικρός Χριστός να φάει να χορτάσει, απόψε που γεννήθηκε. Βάλε και μπόλικα φρούτα και λεφτά, να είναι όλο το χρόνο γεμάτο το σπιτικό σας παιδιά μου κι ευλογημένο!»

Έβγαζε ο παππούς το πορτοφόλι του και το ακουμπούσε στην κεφαλή του τραπεζιού, έβγαζε κι ο μπαμπάς μας το δικό του και το άφηνε στην άλλη άκρη. Μάζευε η μητέρα μου τα άδεια πιάτα κι έβαζε ένα καθαρό για τον Χριστό να φάει να χορτάσει, αλλά δεν έπαιρνε κανένα φαγητό από το τραπέζι, ούτε καν το ψωμί.

Το επόμενο πρωί, που τα μάτια άνοιγαν με δυσκολία, το μυαλό μας ήταν στα δώρα που περίμεναν όλο το βράδυ. Όλα στρωμένα καθαρά και συμμαζεμένα. Η μάνα είχε σηκωθεί από το χάραμα και είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Είχε πιει τον πρωινό της καφέ και όσο οι υπόλοιποι ακόμα χουζούρευαν, εκείνη είχε βάλει ήδη μπρος τις κατσαρόλες, τα τηγάνια και τα ταψιά στο φούρνο.

Κάθε Χριστούγεννα για εμάς είναι η γιορτή της μητέρας. Το γιορτινό της τραπέζι είναι ακόμα πιο μεγάλο από της παραμονής, το οποίο να πούμε ότι είναι πάντα νηστίσιμο, αλλά πλούσιο. Τι θες και δεν φτιάχνει! Τι θες και δεν είναι φορτωμένο!

Είμαι σαράντα τριών ετών και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μόνο μία φορά δεν έγινε τούτο το τραπέζι. Κι εκείνο, από σεβασμό σε μια άλλη αγαπημένη μας μητέρα που έπρεπε να αποχαιρετίσουμε εκείνη την ημέρα…

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα κι αν ζήσουμε, όσο κι αν κλάψουμε, όσο κι αν χαρούμε, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της μαμάς, που τώρα πια είναι η γιαγιά, θα είναι πάντα έτοιμο στρωμένο. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης, που είναι ο σύζυγός μου, θα φροντίζει πάντα να αφήνει τα δώρα του. Ο παππούς, που τώρα πια είναι ο δικός μου μπαμπάς, θα κυνηγά με τον εγγονό του τα καλικαντζαράκια. Τα αδέρφια μας, θα είναι πάντα κοντά μας, να συνεχίσουμε αυτά που αγαπήσαμε από παιδιά. Κι εγώ, ναι εγώ, μαμά πια, θα ετοιμάζω πάντα το τραπέζι, της Πρωτοχρονιάς όμως κι όχι εκείνο των Χριστουγέννων, μαγειρεύοντας με το ένα και μοναδικό μυστικό. Την αγάπη!

Καλές γιορτές, με υγεία, αγάπη και πολλά πολλά χαμόγελα,  κοντά σε όσους αγαπάμε!!!!