“Παραμονή 1972” της Σοφίας Ντούπη

Ήταν μέρες τώρα που χιόνιζε ασταμάτητα, λες κι είχαν ανοίξει οι πόρτες τ’ ουρανού και δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω να τις ξανακλείσει.  Δεκέμβρης μήνας, θα μου πεις, είχε πια για τα καλά χειμωνιάσει, οπότε ήταν λογικό να ‘’ξεχαστούν’’ οι πόρτες του ορθάνοιχτες. Άλλες χρονιές, τέτοια εποχή δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, δεν το ’στρώνε μόνο, το πάγωνε κιόλας. Και τότε, το μικρό μας  χωριουδάκι, έτσι χιονισμένο και ξεχασμένο που ήταν, έμοιαζε με χριστουγεννιάτικη καρτ ποστάλ. Μια καρτ ποστάλ από κείνες που έπαιρναν οι πλούσιοι κι οι γραμματιζούμενοι εκείνης της εποχής, για να τη στείλουν σε συγγενείς και φίλους τις μέρες των εορτών.

Με το χιόνι λοιπόν, να μη λέει να σταματήσει, καθόμασταν όλοι μέσα στο πλίνθινο σπιτάκι της γιαγιάς μου, μαζεμένοι γύρω από τη μαντεμένια ξυλόσομπα αναπολώντας τις φωτεινές μέρες του καλοκαιριού. Τηλεόραση φυσικά, δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια και ρεύμα είχαν μόνο τα καφενεία, το δημοτικό σχολείο. Άντε και το σπίτι του προέδρου του χωριού του κυρ Γιάννη. Ούτε νερό είχε μέσα το σπίτι. Γι’ αυτό κι η γιαγιά μάζευε μπόλικο σε κάτι μπακιρένιους κουβάδες απ’ το βρόχινο που έσταζε απ’ τις άκριες των κεραμιδιών σαν έβρεχε ή έλιωνε τ’ απάτητο χιόνι σαν χιόνιζε. Με κείνο μας έλουζε κι έκαμε τη μπουγάδα της, μ’ αυτό, γέμιζε ακόμα και το κρεμαστό πλαστικό δοχείο, με τη μεταλλική βρυσούλα στο κάτω του μέρος, για να ’χουμε να νιφτούμε πρωί πρωί, πριν από το σχολείο. Μόνο που τώρα, που είχε αρχίσει πια να τσούζει το κρύο μας το ζέσταινε λιγάκι πάνω στη σόμπα, για να μην κρυώσουμε. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, ίδιες κι απαράλλαχτες… και εμείς εκεί, πότε ν’ ονειρευόμαστε τα καλοκαίρια και τα παιχνίδια μας στις αυλές και τις αλάνες του χωριού και πότε τους χειμώνες τις ιστορίες του παππού μας και  τη ζεστασιά της σόμπας που συνοδευόταν πάντα απ’ τη μυρωδιά του ψημένης κολοκύθας ή του πασατέμπου και του λιόσπορου.

Εδώ και ώρα λοιπόν, κι ενώ ο παππούς μάς έλεγε πάλι μια παλιά ιστορία, εκείνη, η γιαγιά, λαγοκοιμόταν μπρος στη σόμπα – για να τα προλάβει όλα ξυπνούσε πάντα αχάραγα- και μία έγερνε μπροστά, μία στο πλάι, προκαλώντας το σιγανό, τ΄ αθόρυβο γέλιο μας. Ο παππούς, ένας ασθενικός κοκαλιάρης τύπος με κάτι εκφραστικά πράσινα μάτια, το είχε με τις ιστορίες. Γι’ αυτό κι όταν μιλούσε μας καθήλωνε. Όχι πως η γιαγιά πήγαινε παρά πίσω με τις μαγικές της αφηγήσεις για την αγαπημένη της πατρίδα τη Σμύρνη, αλλά κι ο παππούς με τέσσερα χρόνια φορτωμένα στην πλάτη του σαν πολιτικός κρατούμενος στη Γυάρο, ε, όσο να ’ναι, είχαν ένα διαφορετικό ενδιαφέρον οι ιστορίες του για τα παιδικά μας αυτιά και την απαίδευτη σκέψη και ψυχή μας .

Μια τέτοια ιστορία μάς έλεγε και εκείνο το βράδυ, με τη βαθιά του φωνή να διακόπτεται τακτικά από ένα βήχα που είχε κληρονομήσει από “κείνα’’ τα χρόνια. Η αφοσίωσή μας στα λόγια του, που κάποιες στιγμές  έβγαιναν λες και τους έλειπε ο αέρας, μας είχε στην κυριολεξία καθηλώσει. Κι εκεί, πάνω στο καλύτερο, γίνεται κάτι και διακόπτεται για ακόμη μία φορά η φωνή του. Και δεν έφταιγε ούτε η αναπνοή του, αλλά ούτε εκείνος ο κακός βήχας… Μόνο ένας έντονος, εκκωφαντικός θα έλεγα για εκείνη την εποχή και την ησυχία του χωριού, θόρυβος.

Μία ησυχία, που παραβιαζόταν μία φορά την ημέρα από την οτομοτρίς και μία από την ταχεία. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος που είχε έρθει απ’ έξω. Η γιαγιά άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη και το πλεχτό που στόλιζε τα χέρια της βρέθηκε στο πάτωμα. Έπλεκε μάλλινες κάλτσες για τον παππού -όταν δεν κουτουλούσε φυσικά από την κούραση,- να τον κρατούν ζεστό και να βήχει λιγότερο.

Εμείς, εγώ κι η αδελφή μου η Αναστασία, αν και μπροστά απ’ τη σόμπα, παγώσαμε, κοκκαλώσαμε πάνω στα ξύλινα σκαμνάκια μας. Η γιαγιά, πιο τολμηρή  και πιο σβέλτη απ’ όλους, σηκώθηκε όρθια κι έτρεξε ευθύς έξω. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, όπως ήταν φυσικό, την ακολουθήσαμε κι εμείς με τον παππού. Κι έτσι, ήρθαμε όλοι αντιμέτωποι με την αιτία αλλά και τα αποτελέσματά του θορύβου. Δίπλα από το κυρίως σπίτι, με μεσοτοιχία, ήταν ενωμένο ένα ακόμη δωμάτιο. Το οποίο, μεγάλο και δροσερό καθώς ήταν, το χρησιμοποιούσαμε σαν καλοκαιρινό χαγιάτι, ενώ το χειμώνα αποθηκεύαμε τα τρόφιμα για όταν θα έπεφτε πολύ χιόνι, όπως κείνες τις μέρες καλή ώρα.  Αυτή η τεράστια αποθήκη, λοιπόν, δεν άντεξε τόσο χιόνι στις χωμάτινες πλάτες της και κατέρρευσε. Γι’ αυτό κι ο θόρυβος, για αυτό και τα τρομαγμένα μάτια μας. Εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, φάνηκε η γειτόνισσα απ’ το απέναντι σπίτι.

«Ω, Χριστέ μου», είπε και σήκωσε το φαναράκι που κρατούσε στο χέρι της για να δει τη ζημιά. -Λάμπες στο δρόμο υπήρχαν, αλλά τούτη την ώρα δεν άναβαν, διότι υπήρχε το “ωράριο”. Άλλες εποχές τότε. Άλλα καθεστώτα, με διαφορετικές, “ιδιαίτερες” συνήθειες-.

«Έγινε μεγάλη ζημιά!», συνέχισε η γειτόνισσα κοιτώντας τη γιαγιά μου. «Κρίμα, κρίμα, γιατί ερχόμουν με το φανάρι να σας πάρω για το σχολείο. Προπαραμονή σήμερα κι ήρθε ο στρατός, έφερε και τον σινεμά. Κρίμα, κρίμα τέτοια μέρα… κρίμα για τα παιδιά που θα χάσουν το έργο. Οι φαντάροι είπαν στο Γιάννη, που πήγε να τους δει, ότι το έργο είναι πολύ ωραίο».

Πω, πω! Τι το ’θελε και το είπε αυτό το τελευταίο η γειτόνισσα; Με μιας, λες κι ήμασταν συνεννοημένες, με μία κίνηση, εγώ κι η αδελφή μου σηκώσαμε τα μάτια μας και κοιτάξαμε, όσο γινόταν μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια της γιαγιάς μας. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο. Δε χρειάστηκε να ειπωθεί ούτε μια λέξη από κανέναν μας, η γιαγιά, γύρισε προς το μέρος του παππού.

«Δημήτρη», του είπε απαλά. «Πάνω στη σόμπα έχει τσάι, και στο φανό ελιές και λίγο κασέρι με ψωμί. Αν πεινάσεις  φάε. Εμείς με τα παιδιά θα πάμε στο σινεμά».

Έτσι, μπροστά  η γειτόνισσα με το φανάρι στο χέρι κι εμείς στο κατόπι της για να μην σκουντουφλήσουμε πάνω στο παχύ χιόνι, πήγαμε στο σχολείο και είδαμε τη «Θεία από το Σικάγο». Μετά από μέρες όταν έλιωσε το χιόνι μαζεύτηκε όλο το χωριό, αδειάσαμε την αποθήκη και την Άνοιξη την ξαναφτιάξαμε. Έτσι ήταν οι άνθρωποι τότε. Έτσι μετριόταν η αγάπη. Γιατί, τι μπορούσε να είναι πιο πάνω για τη γιαγιά μας από ένα δικό μας κοίταγμα; Και τι θα μπορούσαν να ζητήσουν δυο παιδάκια παραπάνω από το να κρατούν το χέρι της γιαγιάς τους και να βαδίζουν μαζί της προς τη χαρά;

Έτσι ήταν οι άνθρωποι τότε, απλοί.

 

(σημείωσή: Αυτή η στιγμούλα είναι πέρα για πέρα αληθινή. Την έζησα στον Δίλοφο Έβρου -που τώρα πια έχει μόνο 30 κατοίκους, το χωριό της γιαγιάς μου, το Δεκέμβρη του εβδομήντα δύο. Στολισμένα δέντρα και καραβάκια δεν είχαμε, δεν ήταν μέσα στις συνήθειές μας τότε, όμως εκείνη τη βράδια της προπαραμονής την θυμάμαι πάντα με νοσταλγία και αγάπη!)