“Τα Χριστούγεννα για μένα είναι τα κάλαντα και οι μυρωδιές” της Σοφίας Μάντζιου

Αν έπρεπε να περιγράψετε τα Χριστούγεννα με δύο λέξεις, ποιες θα διάλεγατε; «Φωτάκια», «στολίδια, «δώρα, «γαλοπούλα»;  Ίσως «μελομακάρονα» ή «δέντρο»; Μπορεί να επιλέγατε «χιόνι», ακόμα και « Άγιος Βασίλης». Ωστόσο, εγώ λέω πως τα Χριστούγεννα είναι «κάλαντα» και «μυρωδιές»…

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2000

Φέτος είναι τα τελευταία μου κάλαντα, έχω φτάσει πια στην πρώτη γυμνασίου, καιρός να… κρέμασω το τρίγωνό μου!

Όλα τα προηγούμενα χρόνια, το συγκρότημά μου για τούτη τη μέρα, αποτελούνταν  από τον ξάδελφό μου, τον μικρό μου αδελφό και φυσικά την αφεντιά μου, η νέα χιλιετία όμως έφερε σ’ αυτό μια ριζική αλλαγή.

Θα μοιραστώ «τη σκηνή» με την καινούρια μου συμμαθήτρια και φίλη, όπως μοιραζόμαστε και το θρανίο. Μια απόπειρα δημιουργίας όμορφων δεσμών, με άτομα από το τωρινό μου σχολικό περιβάλλον. Δεν είναι εύκολο, να μην κινούμε πια ανάμεσα σε παιδιά, με τα οποία μεγαλώσαμε παρέα στους δρόμους του χωριού και στις αλάνες του και με τα οποία ακούγαμε μαζί το κουδούνι του μικρού μας δημοτικού σχολείου για τόσα χρόνια… Μα, το προσπαθώ…

Έτσι, λοιπόν, στέκομαι στο παραμυθένια στολισμένο σαλόνι με τα βικτωριανά έπιπλα. Γύρω μου καρυοθραύστες, λαμπάκια, κουκουνάρια, χιονόμπαλες… Οι βιτρίνες των πολυκαταστημάτων θα ζήλευαν την εικόνα που αντικρίζω! Πάραυτα δε μυρίζει γιορτές, μονάχα καθαριότητα.

Κρατάω ένα κόκκινο γυαλιστερό τύμπανο, δανεικό από τη φίλη μου. Ήταν δική της ιδέα να αντικαταστήσω το τρίγωνό μου με δαύτο. Εκείνη έχει στα χέρια της ένα χνουδωτό ελάφι με φερμουάρ στην πλάτη, ώστε να φυλάξει εκεί τα χρήματά μας. Δε μπορώ να μη σκεφτώ την «παλιά» μου κομπανία και τον αυτοσχέδιο κουμπαρά μας, φτιαγμένο από ένα τσίγκινο κουτί χριστουγεννιάτικων μπισκότων! Τέτοια ώρα, θα είχαμε περάσει σχεδόν, απ’ τα μισά σπίτια της καθιερωμένης μας διαδρομής, θα μας είχαν προσφέρει μελομακάρονα και κουραμπιέδες, θα αιωρούνταν παντού η ευωδία του κανελογαρύφλλου και θα ετοιμαζόμασταν να γεμίσουμε εορταστικές νότες το τυροκομείο του χωριού. Ατμοί, οσμή από τις γεμάτες με φρέσκο τυρί τσαντίλες,  άνθρωποι με λευκές λαστιχένιες ποδιές και λευκές γαλότσες.

Αντ’ αυτού οι γονείς της συμμαθητριάς μου, ντυμένοι με τα καλά τους, κάτι που κανείς συγχωριανός μου δεν κάνει για να υποδεχτεί τους καλαντιστές φυσικά, μας χαμογελούν και στο τέλος μας ανταμοίβουν με 5.000 δραχμές!

Η φίλη μου ατάραχη τους χαμογελά, καθώς εγώ παρακολούθω το χαρτονόμησμα να χάνεται στην πλάτη του ελαφιού, δυσκολευόμενη να πιστέψω πως μας δώσαν τόσα πολλά. Σ’ ένα μέρος έπαιρναν τα παιδιά τέτοια ποσά στο χωριό μου, στο καφενείο!

Μπαίναμε στο γεμάτο καπνό μαγαζάκι, όπου εκτός από τσιγαρίλα, μύριζε ψημένα κάστανα, ξύλο να καίγεται στη σόμπα, και φλούδες πορτοκαλιού να τσουρουφλίζονται πάνω στο σίδερό της, εν είδει αποσμητικού χώρου. Βγαίναμε ύστερα από λίγο, με μια χούφτα χρήματα από τους θαμώνες και τον καφετζή. Ε, όλα μαζί ίσως φτάναν αυτό το ποσό, που με τη φιλενάδα μου «κερδίσαμε» μόλις!

Ευδιάθετες  χτυπήσαμε το κουδούνι στο διπλανό διαμέρισμα. Άνοιξαν οι θείοι της. Από την κουζινα ερχόταν ένα βουτυρένιο άρωμα. Στο φούρνο ρόδιζε ο μπακλαβάς! Επιτέλους, Χριστούγεννα στη μύτη μας! Μετά το «ο νοικοκύρης του σπίτιου χίλια χρόνια να ζήσει», η φιγούρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη έκανε ξανά την εμφάνιση της, από το πορτοφόλι του νοικοκύρη.

Ακριβώς το ίδιο, χωρίς τον μπακλαβά, συνεχίστηκε και στα επόμενα δύο διαμερίσματα, όπου διέμεναν βέβαια συγγενείς της φίλης μου. Απίστευτο! Ήξερα ότι επρόκειτο για οικογένειες με οικονομική επιφάνεια, αλλά και πάλι…

Στο ισόγειο δε σταθήκαμε σε καμία εξώπορτα. Κατάλαβα ότι τα κλαδιά του γενεαλογικού της δέντρου δεν εκτείνονταν ως εκεί. Δεν άντεξα να μη συλλογιστώ πόσο ανήκουστο θα έμοιαζε στον αδελφό και τον ξαδελφό μου, αν στην εποχιακή τουρνέ μας, τους προέτρεπα να αγνοησουμε κάποια σπίτια, συνεχίζοντας απλώς στα επόμενα. Όχι δα! Είχαμε έναν κανόνα: « Θα πάμε σε κάθε πόρτα του χωριού!» και το αυτό ίσχυε για όλους τους μικρούς καλαντιστές που γνώριζα, μεχρι εκείνη τη στιγμή. Χτυπούσαμε ακόμη και στο «εγκαταλελειμμένο διώροφο» που δεν είχε ανοίξει ποτέ κανέις κι ας μας τρομαζε η όψη του, καταμεσής του κάμπου, λιγάκι μακρια απ’ τον κύριο οικισμό, τυλιγμένο στην πρωινή πάχνη.

Μ’ αυτές τις σκέψεις διασχίσαμε τον πεζόδρομο, δίχως να τραγουδήσουμε τα κάλαντα πουθενά στο διάβα μας! Φτάσαμε σε μία μονακατοικία από τις ελάχιστες στη γύρω περιοχή. Η γιαγά της φίλης μου μας υποδέχεται με πανετόνε, ζεστή σοκολάτα και το χαρτονόμισμα με τον δόκτωρα Παπανικολάου, που τα παιδιά σπάνια βλέπουν. Ή έστω τα περισσότερα παιδιά.

Τη συμφωνημένη ώρα, ο πατέρας μου στάθμευσε έξω από την πίσω αυλή, η οποία έβλεπε στον δρόμο, ώστε να με πάρει. Τρέχω κατά πάνω του! Όχι πως μου έλειψε τόσο, μα κυριεύτηκα από άγχος! Γρήγορα βάλθηκα να του εξιστορήσω, πως με λίγες εμφανίσεις, μαζέψαμε το μεγαλύτερο ποσό της καριέρας μου ως καλαντίστρια. Κι ευτυχώς, παρά το αρχικά απορημένο ύφος του, έλαβε το «μήνυμα μου». Αφού δώσαμε την τελευταία παράσταση της ημέρας για κείνον, άλλες 5.000 δραχμές προστέθηκαν στον κουμπαρά μας.

Αποχαιρέτησα τη φίλη μου μ’ ένα γερό χαρτζιλίκι στην γεμάτη μου τσέπη, ωστόσο κάπου μέσα μου υπήρχε ένα κενό, μου λείπαν τα κάλαντα! Τα πραγματικά κάλαντα… Ο γείτονας μας, που έψηνε ζύμη για τα σπάργανα του Χριστού σε μια πυρωμένη πλάκα στο κιόσκι του, παρά το κρύο και μας φίλευε, ενώ ήταν ακόμη καυτά, πριν τα σιροπιάσει η γυναίκα του. Ο περιπτεράς, που ποτέ δε μας έδινε λεφτά, παραμόνο σοκοφρέτες, μα δεν μας πείραζε. Οι παράξενες γιαγιάδες, που δεν μας άφηναν να αρθρώσουμε δεύτερο στίχο και μας έδιωχναν, χώνοντάς μας κέρματα στις χούφτες, για να συνεχίσουν τη φασίνα τους και οι τζαναμπέτηδες παππούδες, που προτού μας δώσουν τα χρήματα, ρωτούσαν αν ξέρουμε και τίποτε άλλα κάλαντα! Μου λείπαν…

Γυρίσαμε σπίτι μας. Ο αδελφός μου δε έχει μαζευτεί ακόμη και τον ζηλεύω κατά βάθος γι’ αυτό. Τρέχω στη γιαγιά μου, τη βρίσκω στην κουζίνα της, να τυλίγει τους παραδοσιακούς λαχανοντολμάδες. Η μυρωδιά του ζεματισμένου λάχανου δεν μου ‘χε φανεί πότε πιο ωραία!

Βγάζω από το πανωφόρι μού το τρίγωνό μου, το οποίο χτυπάω για πρώτη φορά από το πρωί. Η γιαγιά μου μ’ αφήνει να απολαύσω την ερμηνεία μου και βγάζει με τη σείρα της από τη ζακέτα της έναν πράσινο, τσαλακωμένο, «Καποδίστρια», όπως κάθε χρόνο. Τα τελευταία χριστουγεννιάτικα κάλαντά μου είχαν σωθεί!

Την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς, θα πω στη φίλη μου πως έχω πονόλαιμο κι έπειτα θα γυρίσω το ξυπνητήρι μου στις εφτά το πρωί. Με τους άλλους δύο της κομπανίας έχουμε ραντεβού στην άκρη του δρόμου για το «Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά…!»