“Η παραμυθένια μαγεία των εορτών” της Ισμήνης Χαρίλα

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Δυο λέξεις μαγικές, συνήθως συνώνυμες με οικογενειακές συγκεντρώσεις, διασκέδαση, ταξίδια, δώρα, παιδική ανεμελιά και λαμπερούς στολισμούς και άλλοτε συνδεδεμένες με τη μοναξιά, την κατάθλιψη και τη θλίψη ή δεμένες με τις μνήμες ενός νοσταλγικού παρελθόντος.

Ενός παρελθόντος που αναφερόταν σε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, που η γιορτή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διατηρούσε εντονότερα τον μυσταγωγικό της χαρακτήρα και την πίστη ότι ακόμη και αυτό που φαντάζει αδύνατο, μπορεί κάποτε να πραγματοποιηθεί.

Μια εποχή που ζωντάνευε μέσα από τις περιγραφές της ζωής και των εθίμων λησμονημένων πατρίδων, τότε που οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν πακτωλό χρημάτων για να χαρούν ή να νιώσουν ευλογημένοι. Ένα ιδιαίτερο μη καθημερινό φαγητό, ένα όμορφα στρωμένο τραπέζι, ένα αναμμένο τζάκι, μικρά χειροποίητα δώρα και ένα παραμύθι που διηγούταν η γιαγιά στα παιδιά ήταν αρκετά για ένα νοερό ταξίδι.

Ένα ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας, όπου χάρη στις λέξεις, η εικόνα σχηματοποιούταν στα παιδικά μυαλουδάκια που ήταν εξασκημένα να «βλέπουν», δίχως να βασίζονται στην ετοιμοπαράδοτη σερβιρισμένη τροφή μιας οθόνης. Μια φράση, μια τυποποιημένη ίσως, αλλά αγαπημένη – και υποσχόμενη για τέρψη – πρόταση ήταν αρκετή για να ξεκινήσει το ταξίδι και να ζωντανέψει η ιστορία. Ένα παραμύθι σαν το παρακάτω που εκείνοι που ζουν στα στενά όρια της εικονικής και καθοδηγούμενης σκέψης, θα το απέρριπταν με βδελυγμία, αλλά όσοι έχουν την ικανότητα να διαβάζουν πίσω από τις λέξεις, θα κατανοούσαν τη δύναμή του……

«Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά, πολλά χρόνια υπήρχε ένα χωριό όπου οι κάτοικοι είχαν ως έθιμο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να αφήνουν στον κορμό του δέντρου της πλατείας ένα ποτήρι κονιάκ και τρία ψημένα κάστανα για τον Άγιο Βασίλη.

«Κάνει κρύο», εξηγούσαν οι μαμάδες στα παιδιά όταν πρωτο-ρωτούσαν γι’ αυτό το έθιμο «και προσφέρουμε το κονιάκ και τα κάστανα στον Άγιο Βασίλη για να ζεσταθεί».

«Και τον έχετε δει ποτέ;» ρωτούσαν ξανά τα παιδιά για να λάβουν την απόκριση των μανάδων τους ότι κανείς δεν μπορούσε να δει τον Άγιο επειδή ήταν αόρατος στα ανθρώπινα μάτια.

«Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όμως δεν υπάρχουν τα κάστανα και αυτή είναι η απόδειξη ότι ο Άγιος Βασίλης πέρασε από το χωριό μας», επιβεβαίωναν οι μαμάδες και έσβηναν κάθε αμφιβολία.

Έτσι, ο καιρός περνούσε και η παράδοση συνεχιζόταν. Ώσπου, έφθασε μια χρονιά που το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα στο χωριό. Για δυο ολόκληρες ημέρες τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, και όλα τριγύρω ήταν καλυμμένα με ένα παχύ στρώμα χιονιού και οι κάτοικοι ήταν εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν μπορούσε να βγει έξω και μόνο μερικοί τολμηροί, γλιστρούσαν στο παγωμένο χιόνι από τα παράθυρα των σπιτιών τους και έφθαναν με κόπο στους αχυρώνες τους για να φροντίσουν τα ζώα τους, μπαίνοντας και εκεί από τα μικρά παράθυρα της στέγης.

Εξαιτίας αυτής της κατάστασης λοιπόν κανείς δεν σκεφτόταν να τηρήσει το έθιμο. Μόνο ένα παιδί, ο Πανανός, ήταν λυπημένο, γιατί ήξερε ότι, όπως του είχε αφηγηθεί η γιαγιά του, αν δεν άφηναν τα κάστανα και το κονιάκ στον Άγιο Βασίλη, εκείνος θα νόμιζε ότι δεν τον τιμούσαν και τον είχαν λησμονήσει.

Αυτό λοιπόν δεν έπρεπε να συμβεί, αλλά ο Πανανός δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να βγει από το σπίτι, να φθάσει στην πλατεία και να αφήσει έστω τα κάστανα; Όλο το βράδυ της προ – παραμονής της Πρωτοχρονιάς δεν κοιμήθηκε και προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει μια λύση. Το χιόνι όμως που εξακολουθούσε να πέφτει, δεν του άφηνε περιθώρια να ελπίζει και καταλάβαινε ότι ακόμα και αν σταματούσε μέχρι το πρωί, θα ήθελε αρκετές ώρες ή μάλλον ημέρες για να λιώσει.

Σιγά – σιγά, η απελπισία κυρίευσε τον Πανανό, αλλά κάποια στιγμή, καθώς κοίταξε τον ουρανό, είδε ένα αστέρι να στέκει αντίκρυ στο παράθυρό του.

«Αν έπεφτε αυτό το αστέρι, θα μπορούσα να κάνω μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιούταν και το πρωί δεν θα υπήρχε πια το χιόνι και οι δρόμοι θα είχαν ανοίξει και… και… και…»

Νοερά έφτιαξε το σενάριο που θα πραγματοποιούσε την ευχή του, αλλά, δυστυχώς, το αστεράκι δεν έπεσε από τον ουρανό. Παρέμεινε εκεί, αμετακίνητο, μέχρι που ο Πανανός εξαντλημένος και σίγουρος πλέον ότι όλα είχαν τελειώσει, αποκοιμήθηκε.

Μια ευχή όμως που πηγάζει από μια αγνή καρδιά ποτέ δεν πάει χαμένη. Το αστεράκι άκουσε την παράκληση του Πανανού και φρόντισε να την πραγματοποιήσει με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχε φανταστεί το μικρό αγόρι. Δίχως να χάσει καιρό, μίλησε στη μητέρα του τη Σελήνη και εκείνη βρήκε τη λύση, ζητώντας τη βοήθεια του βόρειου ανέμου που φύσηξε τόσο δυνατά επάνω στο στρώμα χιονιού που το τελευταίο διαλύθηκε σε άπειρα μικρά κομμάτια που έγιναν αρχικά χιονονιφάδες και στη συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε πεταλούδες. Άσπρες, πανέμορφες πεταλούδες με ασημένια φτερά λουσμένα από το φως της Σελήνης που πέταξαν ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, στροβιλίστηκαν δυνατά και μεταμορφώθηκαν ξανά σε λαμπερά αστεράκια που φώτισαν ακόμα περισσότερο τη Νύχτα.

Όταν ξημέρωσε, ο ήλιος ζέστανε με τις ακτίνες του το χώμα και η παγωνιά διαλύθηκε και αυτή, επιτρέποντας στους κατοίκους του χωριού να βγουν από τα σπίτια τους και να ετοιμαστούν για την υποδοχή του Νέου Έτους.

Ο μικρούλης Πανανός, όπως και όλοι στο χωριό, δεν πίστευε σ’ αυτό που έβλεπε και ούτε μπορούσε να εξηγήσει πώς είχε εξαφανιστεί το χιόνι μέσα σε λίγες ώρες. Του αρκούσε όμως που το βράδυ κατάφεραν να αφήσουν στην πλατεία το κέρασμα του Αγίου Βασιλείου και εκείνος θα έφευγε, ξέροντας πως κανείς δεν τον είχε ξεχάσει».