“Τα Χριστούγεννα που θα θυμάμαι για πάντα” της Ευαγγελίας Πέτρου

Χριστούγεννα… Τις αγαπώ αυτές τις ημέρες ,είναι κι οι μοναδικές του χειμώνα, που ξεχώριζα από μικρό παιδί. Φρόντιζαν πάντα οι γονείς μου να μοιάζουν μαγικές στα παιδικά μας μάτια, τα δικά μου κι αυτά της δίδυμης αδερφής μου.

Ήμασταν σχεδόν επτά ετών, παραμονή του 1990, και το νησί ήταν γεμάτο πολύχρωμα λαμπάκια, στολισμένες βιτρίνες, κάλαντα και χαρούμενους ανθρώπους, που κρατούσαν τυλιγμένα πακέτα με δώρα. Σε κάθε γωνιά, που υπήρχε ένας φούρνος ή ζαχαροπλαστείο,  απλώνονταν οι μυρωδιές από μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Σου πλημμύριζαν την ψυχή με ζεστά αισθήματα κι ύστερα σου γέμιζαν το στομάχι ευχάριστα χωρίς να θες να σταματήσεις να τρως! Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία δέσποζε λαμπερό με τα στολίδια του να μοιάζουν με μικρούς θησαυρούς. Οι μελωδίες στους ρυθμούς των ημερών ακούγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη της μικρής πόλης της Σάμου.

Συνήθως στο σπίτι κάναμε ρεβεγιόν με συγγενείς και φίλους. Η μαμά με τη γιαγιά έβαζαν τα δυνατά τους μαγειρεύοντας νόστιμα φαγητά και μοσχομυριστό μπακλαβά. Εκείνο το απόγευμα πηγαινοερχόμασταν με την αδερφή μου, τον μπαμπά και τον παππού στα μαγαζιά να ψωνίσουμε δώρα, που θα ανταλλάσσαμε μετά το φαγητό. Ένα όμως κυριαρχούσε στο μυαλό μας, το δώρο του Αϊ -Βασίλη! Όπως κάθε χρόνο άλλωστε, του γράφαμε γράμμα-ακόμη έχουν κρατήσει τα γράμματα αυτά οι γονείς μας- δίνοντάς τους το για να το αποστείλουν. Εκείνη τη χρονιά δεν του είχα ζητήσει κάτι συγκεκριμένο, όμως είχα μεγάλη αγωνία για το τι θα μου έφερνε.

Το σπίτι που κατοικούσαμε ήταν μεγάλο, είχε κήπο και μια μικρή αυλή μπροστά από την κεντρική πόρτα. Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα με τη γιορτινή ατμόσφαιρα και τα γέλια να το γεμίζουν. Με τα υπόλοιπα παιδιά, που έρχονταν με τους γονείς τους, παίζαμε ασταμάτητα κι ύστερα σιγά-σιγά λίγο πριν τις δώδεκα το βράδυ οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, λοιπόν, άρχιζε η μαγεία των Χριστουγέννων.

Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Δεν περιμέναμε άλλους καλεσμένους και η μαμά με τον μπαμπά ζήτησαν από εμένα και την αδερφή μου να ανοίξουμε την πόρτα. Κοιταχτήκαμε με απορία και παράλληλα συνωμοτικό ύφος, αφού καταλάβαμε πως κάτι μας περίμενε ή καλύτερα κάποιος. Τρέξαμε αμέσως με λαχτάρα. Τα μικρά μας χέρια τράβηξαν μαζί το πόμολο της πόρτας- που ίσα-ίσα φτάναμε- και αντικρίσαμε μπροστά μας δύο τεράστιες σακούλες -πιο μεγάλες κι από μας- σε σκούρο χρώμα. Ήμασταν έκπληκτες και σίγουρες πια, ήταν ο Άγιος Βασίλης, που τα άφησε και έφυγε για να μην τον δούμε! Φωνάζαμε ξετρελαμένες όλο χαρά τη μαμά και τον μπαμπά τραβώντας παράλληλα τις σακούλες μέσα στο σαλόνι, στο οποίο βρίσκονταν κι οι υπόλοιποι συγγενείς !

Τις ανοίξαμε γεμάτες αγωνία και είδαμε έναν τεράστιο αρκούδο για μένα κι ένα τεράστιο σκυλάκι Δαλματίας για την αδερφή μου! Η ευτυχία είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά μας κι αγκαλιάσαμε αρκούδους και γονείς την ίδια στιγμή. Ο Αϊ-Βασίλης όμως δεν έμεινε εκεί, καθώς ο πατέρας μας είπε στη μαμά μας κοιτώντας τη με τρυφερότητα: «Κάτι έφερε και για σένα». Ύστερα τράβηξε ένα στολίδι ολοστρόγγυλο σε χρυσό χρώμα από το δέντρο μας. Το άνοιξε μπροστά της (πρώτη φορά έβλεπα στολίδι να ανοίγει). Από μέσα ξεπρόβαλε ένα υπέροχο δαχτυλίδι με σμαραγδένια πέτρα ,της το φόρεσε και αγκαλιάστηκαν σφικτά! Έπειτα ανταλλάξαμε όλοι δώρα και τα ποτήρια τσούγκρισαν στις χαρές και στην αγάπη!

Πρέπει να σας πω πως πέρασα αρκετά Χριστούγεννα ψάχνοντας όλα τα στολίδια του δέντρου να δω αν ανοίγουν…

Αξέχαστη νύχτα, που ήρθε να μου τη θυμίσει η παραμονή των Χριστουγέννων της χρονιάς όπου μας πέρασε, κρατώντας στα χέρια μας μαζί με τον άντρα μου το δώρο μας από τον Θεό, το λίγων μηνών αγοράκι μας. Στο νησί ,και πάλι με την ατμόσφαιρα να είναι γιορτινή, δίχως όμως όλα εκείνα των τότε ανέμελων χρόνων και όλους εκείνους τους αγαπημένους ανθρώπους. Ήταν να περάσουμε όλοι μαζί τη μέρα αυτή, μα μια ίωση ταλαιπωρούσε εκείνες τις μέρες τη μια αδερφή μας και τη μαμά μας και χάλασαν τα σχέδια που είχαμε κάνει. Αν και σχεδόν είχαν αναρρώσει, θα αρκούμασταν σε βιντεοκλήσεις. Παρ’ όλα  αυτά, απέπνεε ευτυχία η βραδιά… μόνο και μόνο, που το μικρό μας πλάσμα, βρισκόταν ανάμεσα μας. Όμως η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, όταν υπάρχει αγάπη.

Το κουδούνι χτύπησε και πάλι τα μεσάνυχτα, όπως τότε. Ήταν ο δικός μου Άγιος Βασίλης, ο μπαμπάς μου, όπως πάντα, μαζί με τη μαμά, γεμάτοι δώρα και αγάπη, που είχαν βγει να μοιράσουν στις αδερφές μου και σε μας για λίγο, για ένα χαμόγελο, ένα «Χρόνια πολλά» και ένα «Σ’ αγαπώ». Δάκρυα συγκίνησης μας πλημμύρισαν και δημιουργήθηκαν δυνατές αναμνήσεις ζωής . Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Ό,τι πιο όμορφο, ανίκητο και παντοτινό υπάρχει, είναι η αγάπη. Κι όταν αυτή τη μοιράζεσαι, όλα παίρνουν νόημα κι έτσι η μαγεία των Χριστουγέννων βρίσκεται εκεί όλον τον χρόνο.