“Τα Χριστούγεννα της Λυσιμάχης” της Ελένης Συράκη

Τα Χριστούγεννα για τη Λυσιμάχη ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Όχι, λάθος. Μια μέρα χειρότερη από όλες τις άλλες. Απορούσε με πόση λαχτάρα περίμεναν οι χωριανοί της τις «μεγάλες γιορτές», τις «γιορτάρες» μέρες όπως τις έλεγαν. Έβλεπε τις γειτόνισσες να ασβεστώνουν τα σπίτια τους, να βάζουν στα παράθυρα τις καλές κεντημένες κουρτίνες, να αλλάζουν τα τραπεζομάντηλα, να φτιάχνουν γλυκά και να εύχονται ό ένας στον άλλο και παραξενευόταν. «Μια μέρα σαν όλες τις άλλες μέρες», σκεφτόταν. Όχι, δεν απαρνιόταν τη θρησκεία της η Λυσιμάχη. Απεναντίας, καμιά δεν ήταν πιο τυπική χριστιανή από εκείνη. Δεν έλειπε από καμιά λειτουργία, κοινωνούσε σχεδόν κάθε Κυριακή και ακολουθούσε πιστά όσα πίστευε πως προστάζει η θρησκεία. Ντυμένη στην τρίχα, στητή, αμίλητη, με ένα συγκαταβατικό και φανερά προσποιητό χαμόγελο, χαιρετούσε τους χωριανούς αρνούμενη ευγενικά να δεχτεί τις προσκλήσεις σε ένα φιλικό σπίτι για ένα καφέ μετά το τέλος της λειτουργίας ενώ όσο της μιλούσαν κρατούσε τα βλέμμα της εστιασμένο στη μαρμάρινη πλάκα των μεγάλων ευεργετών όπου ήταν γραμμένο το όνομα του πατέρα της με χρυσά γράμματα. Ώσπου σταμάτησαν να την προσκαλούν. Σταμάτησαν και τα φιλέματα όταν την είδαν να ταΐζει τις κότες της με τα καλούδια που της πρόσφεραν. Και δεν ήταν πλούσιοι οι χωριανοί της, φτωχοί αγρότες ήταν που  με κόπο δάμαζαν τη γη για να τους δώσει τους καρπούς της και στερούσαν από τα παιδιά τους όσα της πρόσφεραν.

Η ζωή της Λυσιμάχης έμοιαζε με παραμύθι. Ο πατέρας της έφυγε για την Αμερική παιδάκι ακόμα, δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα δώδεκα. Δούλεψε σκληρά σε πολλές δουλειές, ώσπου κατάφερε να κάνει τη δική του. Οικοδομικές επιχειρήσεις. Real estate, όπως θα λέγαμε σήμερα. Εκεί γύρω στα σαράντα θυμήθηκε πως έπρεπε να κάνει και οικογένεια. Επέστρεψε στο χωριό με τις τσέπες γεμάτες δολάρια και διάλεξε την Αριστέα, την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, που δεν ήταν γεννημένη όταν εκείνος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Έμεινε στο χωριό ώσπου να χτίσει το επιβλητικό του σπίτι, τι σπίτι, πύργος σχεδόν και να γεννήσει η Αριστέα το πρώτο τους παιδί, την Λυσιμάχη.  Μετα τη βάφτιση της έφυγε πάλι να συνεχίσει τις επιτυχημένες μπίζνες του. Ποτέ δεν παρέλειψε να εμβάσει το μηνιαίο τσεκ στην Αριστέα. Έτσι η Αριστέα μπορεί να μην είχε άντρα αλλά είχε λεφτά. Και η Λυσιμάχη μεγάλωσε χωρίς να της λείψει κάτι. Ότι ποθούσε η καρδιά της το είχε. Ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά στο ντύσιμο, στους τρόπους. Μετά, «ο πύργος» που έμενε, της έδινε άλλη αίγλη. Ήταν το μοναδικό παιδί που είχε δικό της προσωπικό δωμάτιο. Οι δάσκαλοι την είχαν μη στάξει και μη βρέξει, αφού το όνομα του πατέρα της ήταν σκαλισμένο  και στη μαρμάρινη πλάκα των ευεργετών του σχολείου. Η Αριστέα ακόμη, φρόντιζε να τους υποχρεώνει με τον τρόπο της προσφέροντάς τους πάντα κάποιο δώρο από τα γεμάτα μπαούλα που έφταναν δυο-τρεις φορές το χρόνο από την Αμερική. Ο πατέρας ήρθε ξανά μετά από έξη χρόνια, έμεινε ένα χρόνο και άφησε στην κοιλιά της Αριστέας τη Δέσποινα. Όταν τελείωσε η Λυσιμάχη το δημοτικό φοίτησε στο Γυμνάσιο, στη Χώρα, ενώ τα απογεύματα παρακολουθούσε στο Κολλέγιο μαθήματα γαλλικών και τρόπους καλής συμπεριφοράς από τις Γαλλίδες καλόγριες. Για παραπάνω σπουδές ούτε λόγος. Έτσι έμεινε η Λυσιμάχη να περιμένει στον «πύργο» το βασιλόπουλο του παραμυθιού. Μόνο που το βασιλόπουλο έχασε το δρόμο και δεν ήρθε ποτέ. Όχι ότι δεν είχε προτάσεις η Λυσιμάχη, απλά εκείνοι δεν ήταν το βασιλόπουλο που περίμενε. Δε συγχώρησε ποτέ τη Δέσποινα που αγάπησε και παντρεύτηκε ένα παλικάρι από το χωριό, από μια οικογένεια παρακατιανή αλλά τίμια. Μάλιστα έπεισε την Αριστέα να την αποκληρώσει, καταδικάζοντας τη Δέσποινα σε μια ζωή γεμάτη στερήσεις.

Και τα χρόνια πέρασαν. Οι γονείς έφυγαν, τα έτοιμα χρήματα κάποτε τελειώνουν, ευτυχώς της έμεινε ένα καταπίστευμα που είχε προνοήσει ο πατέρας της για τις κόρες του πριν πεθάνει στη ξενιτιά, να της παρέχει μια υποφερτή ζωή ίσα ίσα για να μην πεθάνει από την πείνα. Κάποτε της έφτανε, της περίσσευαν κιόλας. Δολάρια ήταν αυτά, έφτανε κάποτε ένα δολάριο για να κεράσουν όλο το καφενείο. Τώρα όμως η αξία τους ευτελίστηκε, όπως ευτελίστηκαν όλα.  Έτσι η Λυσιμάχη γερνούσε μόνη, ηθελημένα αποκλεισμένη από όλους και μαζί της γερνούσε και ο «πύργος». Περιχαρακωμένη στην ρουτίνα της που είχε κάνει τρόπο ζωής, κάθε τι που την απορύθμιζε, την ενοχλούσε. Την ενοχλούσαν οι φωνές των παιδιών που έβγαιναν να πουν τα κάλαντα, την ενοχλούσαν οι φωνές των γυναικών όταν μαζεμένες γύρω από τους ξυλόφουρνους περίμεναν να ξεφουρνίσουν τα γλυκά τους, την ενοχλούσαν οι μυρωδιές των γλυκών που μοσχοβολούσαν καθώς έβγαιναν καυτά από τους φούρνους. Την ενοχλούσαν τα εορταστικά προγράμματα της τηλεόρασης που αντικαθιστούσαν τα αγαπημένα της σίριαλ που παρακολουθούσε ανελλιπώς καθημερινά. Παραμονή Χριστουγέννων απόψε. Νωρίς, σχεδόν πριν βραδιάσει σφάλισε τα παντζούρια, αποθαρρύνοντας τους επίδοξους    τραγουδιστές να της χτυπήσουν την πόρτα για να της πουν τα κάλαντα, και έδιωξε ένα σκυλί που ποιος ξέρει από πού ήρθε και θρονιάστηκε κάτω από το παράθυρο της. Ένα βιβλίο ήταν αρκετό να της κρατήσει συντροφιά. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της  μεμψιμοιρίες και  παράπονα. Αν καμιά φορά της ξέφευγε και την επέπληττε  ο εαυτός της για  τη μισανθρωπία της, του επέβαλε επιτίμιο και τον επανάφερε στο δρόμο που εκείνη έκρινε σωστό. Έτσι για απόψε ένα χιλιοδιαβασμένο βιβλίο που σχεδόν το ήξερε απ΄ έξω, ήταν αρκετό να τη βοηθήσει να κυλήσει κι αυτή τη νύχτα. Περασμένα μεσάνυχτα άφησε το βιβλίο και έκλεισε τα μάτια. Τότε άρχισε να γαυγίζει το σκυλί. «Τόση ώρα ήταν ήσυχο, τώρα βρήκε να χαλάει τον κόσμο; Τώρα που θέλω να κλείσω τα μάτια μου;» «Σκασμός», του φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το σκυλί όμως δε σταματούσε. Εξακολούθησε το απελπισμένο γαύγισμα του. Απηυδισμένη σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε το ποτήρι το νερό που πάντα φρόντιζε να υπάρχει στο κομοδίνο της για να καταβρέξει στο σκυλί.  Μόλις άνοιξε το παράθυρο μια λάμψη την τύφλωσε και ένα ζεστό κύμα την τύλιξε. «Φωτιά, πήρε φωτιά η αποθήκη. Γρήγορα θα φτάσει και στο σπίτι. Θα καώ ζωντανή». Στη σκέψη αυτή ένιωσε τα πόδια να λυγίζουν και να χάνεται.

Συνήλθε μετά από ώρα στο σπίτι της γειτόνισσας της κυρά Μαρίκας. Δίπλα της ήταν η Δέσποινα η αδελφή της που  είχε αποκηρύξει. «Το σπίτι, το σπίτι» κατάφερε να ψελλίσει. «Μη στεναχωριέσαι αδελφή, το σπίτι δεν έπαθε τίποτα μόνο η αποθήκη κάηκε». Αργότερα έμαθε πως η κυρά Μαρίκα είδε τη φωτιά, ξύπνησε τον παπά που σήμανε την καμπάνα και σήκωσε το χωριό στο πόδι. Όλοι έβαλαν ένα χέρι και γρήγορα περιόρισαν τη φωτιά. Ο γαμπρός της, ο Παντελής, ο άντρας της Δέσποινας, εκείνος που απαξίωνε μια ζωή, εκείνος μπήκε  στο σπίτι τη βρήκε λιπόθυμη μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και την έβγαλε έξω. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ντροπή. Ντράπηκε για όσα είχε σκεφτεί, για όσα είχε κάνει. Κατάλαβε πως βίωσε αυτή τη δοκιμασία  για να νιώσει πόσο λάθος είχε πάρει τη ζωή. Πόσο λάθος είχε εκτιμήσει τους ανθρώπους, πόσο άδικα είχε καταδικάσει τον εαυτό της στη μοναξιά και την αυτοαπομόνωση. Άφησε τις χαραμάδες της καρδιάς της να μεγαλώσουν, να γίνουν χαράδρες και να γεμίσουν με αγάπη, με ευγνωμοσύνη, με καλοσύνη, με ανεκτικότητα. Ποτέ πια τα Χριστούγεννα δεν τα πέρασε μόνη. Ποτέ καμιά μέρα δεν ήταν το σπίτι της σιωπηλό. Το γέμιζαν οι φωνές των παιδιών και των εγγονών της Δέσποινας, τα γλυκά της κυρά Μαρίκας και ο καθιερωμένος καφές μετά την Κυριακάτικη λειτουργία.