“Το θαύμα των Χριστουγέννων” του Βασίλη Κασσάρα

Τα σχολεία είχαν ήδη κλείσει από μέρες για τις διακοπές των Χριστουγέννων.

Εγώ ωστόσο είχα διακόψει τα μαθήματα –και όχι με χαρά η αλήθεια είναι, μιας και κρεβατωμένος ήμουν από πριν με πυρετό.

Εκείνο το  απόγιομα όμως, πριν την παραμονή των Χριστουγέννων, με είχε βρει σχεδόν υγιή πια –με εξαίρεση κάποια αθώα βηχαλάκια αλλά και μια μύτη που έτρεχε αθέλητα της, και που με επιμέλεια προσπαθούσα να κρύψω, σκουπίζοντας την στο μανίκι της πιτζάμας. Και αυτό, γιατί έπρεπε να πείσω τον κόσμο των μεγάλων, ότι ήμουν τελείως καλά και δυνατός· συνεπώς λόγος δεν συνέτρεχε κανείς για να μην πάω να πω κι εγώ τα κάλαντα, μαζί με τον αδελφό μου και τους φίλους.

Σε τούτο το κρυφό μου σχέδιο όμως, σύμμαχο ήθελα τη θεία μου τη Σμαραγδή -τη μεγάλη μου αδυναμία. Ευτυχώς για μένα είχε έλθει στο σπίτι να μας κρατήσει εμάς τα μικρά, μιας και οι γονείς μας έλειπαν -η μάνα μου είχε πάει σε κηδεία κάποιας γειτόνισσας, η ταυτότητα της οποίας εμένα καθόλου δε με ένοιαζε να συγκρατήσω και ο πατέρας μου, ως συνήθως, εξαφανισμένος ήταν σε κάποια ταβέρνα ή καφενέ. Εγώ στο νου μου άλλα είχα τώρα: σιδερένια τρίγωνα, κάλαντα, τραγουδίσματα, μποναμάδες, μεταλίκια στην τσέπη και γλυκά κεράσματα!

«Κοίτα θεια μια χαρά είμαι!» της πέταξα δήθεν αθώα, τραβώντας το φανελάκι κάτω από τη πιτζάμα να δει και εκείνη πόσο στεγνό ήταν, χωρίς ιδρώτα και άρα ο πυρετός άφαντος είχε γίνει.

«Είμαι καλά θεια!» συνέχισα εγώ με βεβαιότητα κοιτώντας την παρακλητικά στα μάτια.

«Βάσια μου, μέχρι προχθές έφερνες ένα γύρω την τραπεζαρία τρέχοντας!» μου αντιγύρισε εκείνη.

Για που δεν το καταλάβατε, όταν είχα πυρετό, η μάνα τό ’παιρνε είδηση και βεβαιωμένο τό ’χε, δίχως να μου βάλει θερμόμετρο. Της αρκούσε μόνο να με παρατηρήσει. Ο πυρετός σ’ εμένα έδινε τα δικά του ξέχωρα σημάδια! Εμένα τον απλό και ήρεμο πάντα Βάσια της, το ήσυχο και καλόβολο παιδί της, που όπου και να το άφηνε εκεί καθόταν ήρεμο κι ακούνητο, ε, αν ξαφνικά με έβλεπε να τρέχω αφηνιασμένο γύρω γύρω από την τραπεζαρία της σάλας, ή να χοροπηδάω πάνω κάτω στο κρεβάτι θέλοντας να σπάσω το σομιέ –και μια φορά τα είχα καταφέρει θυμάμαι, τότε η μάνα μου καταλάβαινε: Το αποσπόρι της είχε πυρετό! Και όσο η θέρμη ανέβαινε τόσο έδινα πιότερο εγώ σ’ ενέργεια και σκανταλιά!

«Ναι Σμαραγδή μου, αλλά προχθές!» είπα απέλπιδα εγώ «Σήμερα καλά είμαι! Δες με! Και αύριο ακόμα καλύτερα θα είμαι, σίγουρη νά ’σαι».

«Και γιατί αύριο ειδικά;» ρώτησε εκείνη που ψυλλιασμένο με είχε και έπειτα με κοίταξε με τούτα τα μάτια της, τα μεγάλα, πού ’χαν το χρώμα των ανοιξιάτικων πράσινων φύλλων, μα έπαιρναν τώρα ένα τόνο δήθεν αυστηρό, αλλά και με μια δόση σκανταλιάς και παιγνιδίσματος κρυμμένη πίσωθέ τους!

«Να πάω κι εγώ στα κάλαντα, Σμαραγδή!» απέκρινε η αφεντιά μου. Να κρυφτώ από εκείνη, άλλο δεν μ’ έπαιρνε, κι έτσι προτίμησα τον δρόμο της αλήθειας, που η θεια μου πάντα εκτιμούσε, αλλά βάζοντας και αυτό το σκέτο «Σμαραγδή» στο τέλος της φράσης μου, για να τονίσω το αποφασιστικό του χαρακτήρα μου· να με πάρει και κείνη σοβαρά σε τούτο το σήκωμα του παιδικού αναστήματός μου!

«Αχ, βρε χνούδι, σε μπελά με βάζεις να μου το θυμηθείς!» μού ’πε κείνη, «Με τη μάνα σου να μαλώσω θες! Χάιντε, να δούμε κι εγώ θα το προσπαθήσω! Ίσως την πείσω τη Λούκα…» μού ’ταξε η θεια μου! Έτρεξα τότε εγώ και την αγκάλιασα και χώθηκα στα φουστάνια της μέσα χαρούμενος.

«Τρεξίματα και τέτοια μπροστά στη μάνα σου να τα αφήκεις στ΄ άκρια, μ’ ακούεις; Θα νομίσει με πυρετό πως είσαι πάλι!» τόνισε εκείνη χαμογελώντας και δίνοντας μου φιλί στο μέτωπο. Με άφησε κατόπιν και έπιασε πάλι το εργόχειρο, πού ’χε μαζί της φερμένο, για να το αποτελειώσει, περνώντας και την ώρα της. Έτσι αντάμα περιμέναμε τη μάνα να γυρίσει από την κηδεία της γειτόνισσας, που χάθηκε η έρμη ημέρες Χριστουγέννων, αλλά εμένα καθόλου δεν με έμελλε· εγώ άλλα στο νου μου είχα τώρα.

«Να πω και γω τα κάλαντα και φέτος θεια! ετούτη είναι η ευχή μου!», απόσωσα εγώ, έτσι χωμένος, ως ήμουν στα φουστάνια της!

***

«Μπαμπαλώσου καλά!» μου τόνισε η Λούκα, σφίγγοντας μου μέχρι επάνω τα κουμπιά από το παλτό και φέρνοντάς μου ακόμη μια γύρα το κασκόλ, που μου ’χε πλεγμένο η ίδια, γύρω από το λαιμό. Μου φόρεσε και σκούφο μάλλινο στο κεφάλι και γάντια στα παιδικά μου χέρια! Όχι δεν είχε καιρό χιονιά έξω! Βροχερά και με κρύο αρκετό θα τά ’λεγες ετούτα τα Χριστούγεννα, επουδενί λευκά. Αλλά ετούτη η συνθήκη στο ντύσιμο, ήταν απαραίτητη και όρος απαράβατος της συμφωνίας μας.

-Θα πήγαινα να πω και εγώ τα κάλαντα την σημερινή παραμονή των Χριστουγέννων. Και ας ήμουν λίγο άρρωστος!

-Αλλά όχι αχάραγο, όπως ο αδερφός και οι φίλοι! Να ’χει ξημερώσει καλά ο Θεός τη μέρα!

-Και ντυμένος καλά να ήμουν!

-Και τα κανιά μου θα με γυρνάγανε μόνο στο πάνω μαχαλά της Βαγγελίστρας…  άντε και στα πρώτα σπίτια του κάτω μαχαλά. Όχι παρ’ όξω!.

-Και σε δυο  ώρες το πολύ, πίσω να ήμουν πάλι!

 Αυτά μου τόνιζαν η μάνα και η Σμαραγδή ψες βράδυ, συμπληρώνοντας η μια την άλλη σε όρους και ορμήνιες.

Διόλου δε μέ ’νοιαζε. Εγώ στη ρούγα τη Χριστουγεννιάτικη θα έβγαινα και αυτό ήταν που μετρούσε. Θα έλεγα τα κάλαντα -με ένα κύπελλο του νερού τσίγκινο και ένα πιρούνι να χτυπάει στα σωθικά του  αντί για τρίγωνο, μιας και το δικό μου τό ΄χε κρυφά παρμένο ο αδερφός μου, που φευγάτος ήταν από νωρίς, ενώ το δικό του δανεισμένο τό ’χε σε φίλο του· θα δοκίμαζα τα γλυκά της γειτονιάς –τις εξαιρετικές δίπλες της θείας Μαριγούλας, τα μελομακάρονα της θείας Κατίνας και τους εξαιρετικούς κουραμπιέδες της θείας Άννας πιο κάτω από το δικό μας σπίτι· θα γέμιζα όσο γίνονταν την τσέπη μου παράδες!

Και έτσι με ορμήνιες, διάτες και όνειρα ζαχαρωμένα ξεκίνησα φεύγοντας από το πατρικό μου. Άρχισα τη γύρα μου στα σπίτια του πάνω μαχαλά, μπαίνοντας σε αυλές, χτυπώντας πόρτες λέγοντας κάλαντα και παίρνοντας χαρά. Αλλά και δίνοντας συνάμα μιας και οι περισσότερες νοικοκυρές, στα γέλια έσκαγαν σα μ’ έβλεπαν έτσι βαριά ντυμένο –μπαμπαλωμένο όπως τό ’λεγαν η Σμαραγδή και η μάνα, να βγάζω τις νότες από τα κάλαντα με ένα λαρύγγι ταλαιπωρημένο από το κρυολόγημα, που το συνοδεύαν αυτοί οι άχαροι οι τσίγκινοι ήχοι από το κύπελλο και το πιρούνι. Και ετούτη η χαρά και το γέλιο τους, στην θέασή μου, ήταν που τους έκανε και έβαζαν πιο βαθιά το χέρι τους στην τσέπη και τράταραν περισσότερα και καλύτερα γλυκά –μια υποσημείωση που έθεσα νοερά στον εαυτό μου για να την έχω εύκαιρη και για του χρόνου!

Με τα κάλαντα πέρασε η ώρα, ξεχάστηκα εγώ και δεν πρόσεξα τον καιρό πάνω απ’ το κεφάλι μου, που είχε σκοτεινιάσει σχεδόν από σύννεφα βαμμένα σκούρα· ξεκίνησε ο Ύψιστος να ρίχνει βροχή. Διστακτικά για αρχή και σιγά σιγά σα να δυνάμωνε μου φάνηκε ετούτη. Άνοιξα πιότερο τώρα το βήμα να προλάβω της ανηφόρας το δρόμο και να φτάσω στο δικό μας σπίτι, ή έστω στο κοντινότερο της απόστασης, αυτό της θείας Σμαραγδής! Γιατί όλα και όλα, και την κοιλιά μου γιομίσει είχα και τις τσέπες ολότελα φορτωμένες!

Μα, του κάκου! Δεν πρόλαβα. Έπιασε μπόρα δυνατή. Με έφτασε αυτή πρώτη, πριν βρεθώ εγώ στα όρια έστω του πάνω μαχαλά μας –ναι, η χάρη μου παρασυρμένη μ’ είχε φέρει στην κάτω γειτονιά της Βαγγελίστρας.

Εκεί που είχα βρεθεί μόνο κοντινότερο στέγαστρο για μένα, ήταν πια το μπαλκόνι από τ’ ανώι στο μπροστινό μου σπίτι. Το σπίτι της κυρά Λυδίας! Και ήταν ο σκούφος μου ο μάλλινος ο σφιχτοπλεγμένος, που ’χε ολότελα μουσκέψει και βάραινε στο μικρό μου το κεφάλι -που μέρες μόλις πριν ψηνότανε στον πυρετό, και το κρύο τούτο το νωπό, που με περόνιαζε, που με ’καναν να πάρω τα θάρρητα και να σταθώ στα πλαγινά αυτής εδώ της πόρτας.

Γιατί απαγορευμένο μας τό ’χανε, να χτυπούμε την πόρτα της Λυδίας.

«Την καλημέρα να τη λες, ετούτη είναι του κόσμου!», μου ’χε πει η μάνα παλιότερα, «Μέχρι εκεί όμως! Μην πέσουμε παιδί μου στα στόματα του κόσμου! Μικρός είσαι ακόμα!» είχε τονίσει τέλος δίχως πολλά πολλά κι εξηγήσεις και ας ρώτησα εγώ το λόγο.

Την αυστηρή της ματιά πήρα για απάντηση μονάχα. Ετούτο αρκετό μου ήταν. Φιλοπερίεργος όμως, ως ήμουν ωτακουστής, φρόντισα και έμαθα όσο μου ήταν το δυνατό.

«Ζωντοχήρα!» την αποκαλούσαν οι μεγάλοι τη Λυδία, και όχι με το όνομά της κάθε φορά που έκλεβα από τις κουβέντες και τα μισόλογά τους.

Κι έδιναν σε τούτο το «ζωντοχήρα», ένα τόνο υποτιμητικό, που τονιζόταν από το σούφρωμα των χειλιών κάθε φορά στην εκφορά αυτής της λέξης, μα και από τη φωνή, που κατέβαινε σε ένταση και γινόταν ψίθυρος, σχεδόν συνωμοτικός σε  τούτο το όνομα.

Και μετά το  «η ζωντοχήρα», ακολουθούσε σε συχνότητα, συνήθως το «η Σμυρνιά» και ελάχιστα το «η παστρικιά»! Και απ’ όσα είχε το αυτί μου με προσπάθεια συλλέξει, ήξερα πως ετούτη ήτανε ξενομερίτισσα και είχε τα χρόνια της λιγοστά στην πόλη -καμιά δεκαριά μόνο, και πώς «από καιρού εις καιρόν» -όπως τόνιζε απαξιωτικά και περισπούδαστα η Ουρανία, άντρες έμπαιναν στο σπίτι της, σε ώρες ακατάλληλες αργετεμένες, βραδινές, οι οποίοι ξεπόρτιζαν κατόπιν αχάραγα· βγαίνοντας μάλιστα για να μην τους δει γειτόνου μάτι, όχι από την πόρτα της αυλής στη δημοσιά, αλλά πηδώντας σαν κλέφτες από το μικρό μαντρότοιχο στο χωματόδρομο της κάτω μεριάς του σπιτιού!

Καθόλου εμένα δε με ένοιαζαν ετούτα και λίγα από δαύτα καταλάβαινα. Εγώ την καλημέρα μου την έλεγα στην κυρά Λυδία, κάθε που την συναντούσα στην αυλή της έξω, γυρνώντας ή πηγαίνοντας σκολειό. Με χαμόγελο απαντούσε εκείνη και με μία, αντάξια της δικής μου, καλημέρα! Αυτό το γλυκό της χαμόγελο, καθώς το έφερα ζεστό στη μνήμη μου, μου θάρρεψε το πόδια και μπήκα στην αυλή της.

Εκεί βρήκα απάγκιο στου μπαλκονιού της το στέγαστρο, δίπλα από την σώπορτα του σπιτιού της. Κουρασμένα τα ’χα τα παιδικά μου πόδια πολύ από το περπάτημα και το τρέξιμο κατόπιν για να προλάβω την βροχή· και ήταν και ετούτη η κρύα μπόρα, που μ’ είχε μουλιασμένο, ένοιωθα να τελειώνω από δυνάμεις και το λαιμό μου να με γαργαλάει ξανά ανησυχητικά και μια ίσως μικρή ζαλάδα -θα το πω, που μ’ ανάγκασαν να κάτσω κατάχαμα αποκαμωμένος, αφήνοντας από τα χέρια μου να πέσουν με ήχο τα μουσικά μου όργανα: το τσίγκινο κύπελλο και το πιρούνι. Ετούτα, που ’χα ως τώρα στα παιδικά μου δάχτυλα σφιχτά κρατημένα –τον θυμάμαι τον παραπονεμένο ήχο τους καθαρά, καθώς έκλαψε το κύπελλο σαν βρήκε απάνω στα τσιμέντα. Ίσως ετούτη μου η κίνηση και ο θόρυβος αυτός, ήταν που με έκανε αντιληπτό από την κυρα-Λυδία, η οποία άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της απορημένη.

Με είδε, έτσι ταλαίπωρο και βρεγμένο και έσκυψε από πάνω μου, λέγοντας μου ξανά και με χαμόγελο την καλημέρα! Ντροπιασμένος  εγώ, που καθόμουν εκεί χαμά και σαν τον κλέφτη, τη γλώσσα μου κατάπια και χαμήλωσα το κεφάλι.

Ίσως για να με βοηθήσει εκείνη μού ’πε: «Τα κάλαντα ήλθες να πεις; τι καλά! Τόσα χρόνια σε τούτη δω την γειτονιά, μα τα παιδιά δε μου χτυπούν την πόρτα, τα κάλαντα ποτέ τους δε μου τά ’χουν πει!».

Έγνεψα εγώ το κεφάλι καταφατικά, αρπάζοντας την ευκαιρία ετούτης της ευγενικής δικαιολογίας.

«Μα έλα μέσα, βρεγμένος είσαι! Έλα μου λες τα κάλαντα παραμέσα, δίπλα στην φωτιά!»

Από το μπράτσο με ανασήκωσε και με καλωσόρισε στο σπίτι της, κλείνοντας την σιδερένια σώθυρα πίσω της.

Μου έβγαλε το σκούφο, το παλτό και το πλεχτό μου περιλαίμιο και τα έβαλε πάνω σε μια καρέκλα δίπλα στη φωτιά!

Βγήκε μετά ξανά στην αυλή, μάζεψε και μου έφερε το τσίγκινο κύπελλο και το πεσμένο μου πιρούνι. Τα φτωχά μου όργανα, της Χριστουγεννιάτικης μουσικής. Μπήκε μέσα και με χαμόγελο μου τά ’δωκε στις φούχτες.

«Να χαρείς σπουργίτι μου, πες μου κι εμέ τα κάλαντα!» με παρακάλεσε.

Άλλο δεν ήθελα εγώ, κι ας ήμουν εξαντλημένος. Άρχισα να τα λέγω, παίρνοντας για αρχή βαθιά ανάσα. Χτυπώντας του τσίγκους μου, και βγάζοντας φωνή καθαρή αυτή την φορά και ίσως την πιο μελωδική που είχα ως τα τώρα, προσπαθώντας να την ευχαριστήσω!

Αφού τέλειωσα το τραγούδισμά μου, με φίλησε στο μέτωπο εκείνη γλυκά και μου ’βαλε στην τσέπη του παντελονιού μου λεφτά πολλά, καθώς μου φάνηκε γιατί βάρυναν πολύ στην υφασμάτινή μου τσέπη.

Στης μικρής της κουζίνας το τραπέζι με κάθισε μετά.

«Φοινίκια έχω ετοιμασμένα για τις γιορτές» μου τόνισε, «Κάτσε να σε κεράσω!»

Απόρησα εγώ για το τί είναι τα φοινίκια. Μα δεν είπα τίποτε. Πρόθυμος παρέμενα πάντοτε για να δοκιμάσω καινούριες γεύσεις. Εκεί καθήμενος περίμενα, μέχρι που μου ’φερε η κυρα-Λυδία ένα πιάτο με το γλύκισμά της, σε περίσσια δόση γεμισμένο.

«Μελομακάρονα!» έκανα εγώ, που αναγνώρισα αμέσως το γλυκό!

«Φοινίκια τα λέμε εμείς γιαβρί μ’, οπού ’μαστε από τη Σμύρνη! Και βάζουμε μεσώθε τους πιότερη την κανέλλα και το γαρύφαλλο απ’ ότι σ’ αυτά εδώ τα μέρη. Κατά τ΄ άλλα ίδια κι απαράλλαχτα, και με την αλισίβα τους και το καρύδι… όλα! δοκίμασε να με πεις!»

Πήρα εγώ κι ας ήμουν ήδη χορτασμένος, ένα από τα φοινίκια της –μελομακάρονα για μένα και δάγκωσα.

Και ήταν ετούτο το πιο τραγανό από όλα τα φοινικιά της ζωής μου! Μέσα του μαλακό ως τού ’πρεπε και μελωμένο στην τελεία του. Και είχε το καρύδι του από πάνω, όχι ωμό όπως το ήξερα ως τώρα, αλλά στα λίγο του καβουρδισμένο! Περσότερο δε από όλα και από τη γεύση τους ακόμα, εκείνο το άρωμα πού ’χαν κλεισμένο στην ψυχή τους:  γαρύφαλλο, κανέλλα και μία πρέζα θα έλεγα εγώ από ελάχιστο –μια μυτιά αχνερεύνητη πες, από κόκκινο πιπέρι, που μου τρέλαναν το στόμα.

Με κατάλαβε εκείνη, εκστατικός ως ήμουν, κι έβαλε τα γέλια· γάργαρα γέλια σαν τα ανοιξιάτικα τρεχούμενα ρυάκια του βουνού, γιομάτα ζωή και ικανοποίηση!

Σηκώθηκε ύστερα και κίνησε για τη σόμπα της. Έπιασε τα ρούχα μου και τα έφερε στη μούρη της, δοκιμάζοντάς τα, ψάχνοντας σα το λαγωνικό να βρει την υγρασία. Τα ρούχα μου είχαν κιόλας στεγνώσει! Στάθηκε κατόπιν έτσι όλορθη και έστησε αυτί σα να αφουγκράζονταν το χώρο και το χρόνο.

«Σήκω σπουργίτι μου να σε ντύσω! Οι δικοί σου σε ψάχνουν!», έκανε αμέσως βιαστικά.

«Με ψάχνουν;» ρώτησα εγώ απορημένος.

«Ναι!» είπε εκείνη με χαμόγελο στα χείλη, προσθέτοντας αμέσως «Σ’ ευχαριστώ για τα κάλαντα και για τα χρόνια σου πολλά!» Έτσι μου έκρινε, καθώς μου φόραγε τελευταίο το σκούφο. Και έπειτα κοιτώντας με καρσί στο πρόσωπο, μέσα βαθιά στα μάτια, μου τόνισε:

«Και κοίτα σπουργίτι, σα δεις τη μάνα σου ένα μεγάλο ευχαριστώ πες της! Στη μάνα σου χρωστώ, σπουργίτι! Και τώρα και σε σένα, που μου ’πες τα κάλαντα! Χρόνια σας πολλά!» με αγκάλιασε μετά με ζέση η κυρα-Λυδία και εκεί στον κόρφο της απάνω μύρισα ανατολίτικο γαριφαλάκι, νοσταλγική κανέλλα και γλυκό κόκκινο πιπέρι· με κούνησε μετά για λίγο στην αγκαλιά της μέσα, έτσι δεξιά κι αριστερά σα σε νανούρισμα!

Ζαλισμένος ήμουν ξαφνικά εγώ, και ένοιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια και ύστερα από τούτο όλο, χέρια αισθάνθηκα πάνω μου, να με τραντάζουν δυνατά και από το βάθος κάπου, να χάνω το φως αλλά τη φωνή της Λούκας και της θειας μου να ακούω από πάνω μου. Η μάνα μου και η Σμαραγδή, να λένε το όνομά μου! τα μάτια άνοιξα, από το σκοτάδι, που ’χα πέσει, όσο μπορούσα!

Στα τσιμέντα συνειδητοποίησα πως ήμουν ακόμα ξαπλωμένος, στης κυρα-Λυδίας την αυλή έξω και με τις δυο γυναίκες ανήσυχες από πάνω μου σκυμμένες… Η μάνα μου έκλαιγε θυμάμαι και η Σμαραγδή χαμένο τό ’χε το χρώμα της, όσο μπορούσα να διακρίνω… ένα τσίγκινο κύπελλο και ένα πιρούνι ήταν πεσμένα πιο πέρα από μένα, άηχα και ακίνητα, σχεδόν βαλσαμωμένα.

***

Άνοιξαν τα σχολεία μετά τις γιορτές, αλλά εγώ άργησα να πάω στα μαθήματα μέρες πολλές ακόμα. Η Τετάρτη τάξη του δημοτικού άλλωστε λίγα είχε να μου μάθει. Άρρωστος είχα παραμείνει για μέρες σειρά απάνω στο κρεβάτι. Πνευμονία με είχε γυρίσει ετούτο το κρυολόγημα και ο κύριος Γαμβρούλης –ο παιδίατρός μας, μέρα παρά μέρα στο σπίτι μας βρισκόταν σε επισκέψεις ιατρικές· μήπως και αποφύγω το νοσοκομείο,  για να γίνω καλά!

Όταν πια έγιαινα ολωσδιόλου, η μάνα και η θεία Σμαραγδή μου ’παν πως εκείνη την ημέρα, είχαν πολύ ανησυχήσει με την βροχή και μένα που αργούσα και είχαν οι δυο τους βγει στη γύρεψη, για να με φέρουν πίσω. Λιγόθυμο με είχαν βρει από βροχή και πυρετό, μέσα στην αυλή της Σμυρνιάς, της Λυδίας.

Το ξέρω, τους είπα, που ήμουνα, γιατί εκεί είχα βρει καταφύγιο και πως μάλιστα η κυρά Λυδία αφού εγώ της είπα τα κάλαντα, εκείνη μου στέγνωσε τα ρούχα και με τράταρε φοινίκια –που τέτοια στη ζωή μου δεν έχω ξαναφάγει. Τους είπα μάλιστα και πώς φτιάχνονται ετούτα, με αυτόν τον τρόπο το μοναδικό, το Μικρασιάτικο. Τους τόνισα δε πως η κυρά Λυδία, μου είχε σημειώσει να δώσω τα χρόνια μου πολλά και ένα μεγάλο ευχαριστώ στη μάνα μου.

«Το χρωστάω στη μάνα σου!», μου είπε μαμά, «Το θυμάμαι καλά!» διαβεβαίωσα εγώ τόσο εκείνη όσο και τη θεία Σμαραγδή και με κοιτούσαν ανεξήγητα παγωμένες. Στήλες άλατος και οι δύο. Μιλιά ωστόσο από καμιά τους ….

Χρόνια πολλά μετά έμαθα κρυφά και από της θείας Σμαραγδής το στόμα, πως με είχαν βρει στην αυλή της Λυδίας ναι, αλλά αν και μέσα στην βροχή, τα ρούχα μου ήταν ολότελα στεγνά και πως η μάνα μου ήταν η μόνη από όλους τους συντοπίτες, που είχε πάει στην κηδεία της Σμυρνιάς της ξενομερίτισσας εκείνη την ημέρα, πριν την παραμονή των Χριστουγέννων!

Και πως εγώ ήμουν ο μοναδικός ίσως από τούτα εδώ τα μέρη, που της είχε πει τα κάλαντα των Χριστουγέννων.