“Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις: Εξόρμηση στην Κομοτηνή” της Εύης Αγγέλη

Λίγα χρόνια πριν, κάπου στα 35, αλλά ποιος τα μετράει, άλλωστε, ο χρόνος είναι σχετικός στο Νεοχώρι Μεσολογγίου. Mαθήτρια έκτης δημοτικού, τελευταία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα κι όλα τα παιδιά ήμασταν ήδη στο πνεύμα των διακοπών.

Είχαμε στολίσει την τάξη με ένα μικρό καχεκτικό έλατο, ο καθένας μας έπρεπε να συνεισφέρει με στολίδια από το σπίτι του για άλλη μια φορά, γιατί τότε τα περισσότερα ήταν γυάλινα και δεν είχαν μεγάλο προσδόκιμο ζωής. Είχαμε τοποθετήσει αρκετό βαμβάκι στα κλαδιά μπας και καλύψουμε τα χαμένα συνθετικά φυλλαράκια που με την πάροδο των χρόνων είχαν εξαφανιστεί. Μόνο η φάτνη μας ήταν άθικτη, που την πρόσεχαν οι δάσκαλοι σαν κόρη οφθαλμού.

Ένα ολόκληρο χωριό ξωτικών με ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες νεράιδες, λουλούδια, δέντρα, μανιταρόσπιτα, μέλισσες, πουλιά και καλικατζαράκια αποτελούσαν την φοβερή αυτή σύνθεση. Όλα σχεδιασμένα με μολύβι, αλλά χρωματισμένα με κηρομπογιές και ξύσματα από ξυλομπογιές κολλημένα επιμελώς πάνω στα σκίτσα. Μην φανταστείτε ότι είχαμε στην διάθεση μας τέμπερες ή νερομπογιές, που να τα βρίσκαμε κιόλας, υπήρχαν, αλλά το βιβλιοπωλείο του χωριού που προμηθευόμασταν την γραφική ύλη δεν είχε. Αργότερα που είχαμε πρόσβαση στα πάντα ήταν πανάκριβα για το βαλάντιο μας.

Σαν καλλιτέχνιδα, αυτό το αξίωμα είχα τότε, εφόσον σ’ ένα διαγωνισμό ζωγραφικής είχα πάρει βραβείο για το «αριστούργημα» μου, ήμουν υπεύθυνη για την κατασκευή χάρτινων διακοσμητικών, αστέρια, καμπανούλες και Άγιους Βασίληδες  με βελουτέ χαρτί και γυαλιστερό στα βασικά χρώματα, χρυσαφί, κυπαρισσί και βαθύ κόκκινο.

Με αυτά στολίσαμε την τάξη, τα κολλήσαμε στους τοίχους και στα τζάμια από τα μεγάλα παράθυρα, που κοιτούσαν προς τον δρόμο και βρίσκονταν απέναντι από την εκκλησία του χωριού μας. Ήμασταν σε προνομιακή θέση, γιατί θα ήταν η πρώτη τάξη που θα έβλεπαν οι συγχωριανοί μας όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία. Το πέτρινο σχολείο μας ήταν γωνιακό, οι περισσότερες τάξεις είχαν παράθυρα προς τον δρόμο και η καθεμία διαγωνίζονταν την άλλη, Χριστούγεννα και Πάσχα, για την πιο ωραία διακόσμηση.

Οι συζητήσεις εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους συμμαθητές μου, είχαν σαν κεντρικό θέμα τα κάλαντα. Ποια διαδρομή θα ακολουθήσουν, πόσα χρήματα θα μαζέψουν συνολικά με τους μπουλαμάδες και τι δώρο θα έκαναν στον εαυτό τους. Αυτή ήταν η πρωταρχική τους μέριμνα, σε δεύτερη μοίρα οι οικογενειακές συναθροίσεις και το φαγοπότι. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που είχαν συγγενείς σε κάποια μεγαλούπολη και καμώνονταν ότι στις γιορτές τα περνάνε πιο όμορφα από τους υπόλοιπους, εφόσον τους έχουν μουσαφίρηδες και έρχονται φορτωμένοι με δώρα και καλούδια.

Η αλήθεια είναι ότι τέτοια καμώματα δεν με ακουμπούσαν, ήμασταν από τα προνομιούχα παιδιά εγώ και η αδερφή μου. Από τα δύο μου χρόνια κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στην Ζάκυνθο (τάμα του μπαμπά), όπου εκεί μέναμε σε έναν καλό του φίλο για κάποιες μέρες αναλόγως τις δουλειές του. Τρεις με τέσσερις φορές το χρόνο είχαμε στάνταρ ένα ταξίδι στην Αθήνα, οι θείες μου έμεναν εκεί με τις οικογένειες τους. Στον ενδιάμεσο χρόνο όλο και κάπου γυρίζαμε τα πέριξ κάνοντας μονοήμερες εκδρομές, όπως Ναύπακτο, Λευκάδα. Ευτυχώς ο μπαμπάς ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσαν οι βόλτες. Προστάτης τετραμελούς οικογένειας από τα 13 του, όπου υπήρχε δουλειά έτρεχε. Ξεκίνησε πουλώντας γλυκά και παγωτά με ένα τρίκυκλο μηχανάκι της εποχής του στο Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή, ασχολήθηκε με τα χωράφια, μετά πήρε μια πιο μεγάλη τρίκυκλη μηχανή και εκτελούσε μεταφορές ενώ ταυτόχρονα είχε γίνει ελαιοχρωματιστής και δούλευε στην Αθήνα για αρκετό διάστημα.

Εκείνες τις μέρες ήμουν προσηλωμένη στα καλλιτεχνικά δρώμενα του σχολείου: ποιήματα, σκετς τραγούδια και ότι μαθήματα είχαν απομείνει. Δεν συμμετείχα στις συζητήσεις των συμμαθητών μου. Ούτως ή άλλως δεν θα πήγαινα για κάλαντα, καθώς είχε πεθάνει ο παππούς μου εκείνη τη χρονιά, ούτε περιμέναμε κάποιον μουσαφίρη. Τα τραπεζώματα και οι επισκέψεις θα περιοριζόταν, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πόσα εξωσχολικά βιβλία θα προλάβαινα να διαβάσω.

Την εβδομάδα εκείνη επικρατούσε στο σπίτι μια περίεργη κινητικότητα. Το ένστικτό μου είχε χτυπήσει ευχάριστο συναγερμό. Μέχρι που δύο μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές το συμβούλιο επικρατείας (οι γονείς μου), αποφάνθηκε. Θα φεύγαμε για τα Χριστούγεννα με προορισμό την Κομοτηνή. Ο ξάδερφος του πατέρα μου ζούσε εκεί με την οικογένειά του και μας είχε προσκαλέσει για πολλοστή φορά, μόνο που αυτή τη φορά η απάντηση μας ήταν θετική.

Η πρόταση ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού, ξετρελάθηκα από την χαρά μου, ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα σε αντίθεση με την αδερφή μου. Την πρώτη ήμουν μόνο τεσσάρων χρονών στο γάμο του θείου, οι αναμνήσεις ήταν σκόρπιες αλλά είχα και ντοκουμέντα τις γαμήλιες φωτογραφίες. Ήμουν ντυμένη παρανυφάκι με δύο άλλα κοριτσάκια και το ζευγάρι από πίσω μας μέσα στην γλύκα. Είχα χαρίσει τα πιο όμορφα χαμόγελα στον φωτογράφο σε όλες τις λήψεις, βέβαια εκείνη την ημέρα το πρωί θυμήθηκε το δόντι μου ότι έπρεπε να αποχωρήσει από το στόμα μου και να δώσει την θέση του σ’ ένα καινούργιο. Δεν περίμενε μια μέρα τουλάχιστον, τι να πεις; Στην αρχή το σκεφτόμουν και δεν πολύ μίλαγα ούτε χαμογελούσα, μετά όμως από την χαρά μου το ξέχασα εντελώς… οπότε οι φωτογραφίες βγήκαν τέλειες με ένα μπροστινό δοντάκι λιγότερο κι έκανα το ντεμπούτο μου με πλήρη επιτυχία. Ο πατέρας μου πέταξε την σκούφια του παρόλα τα έξοδα, ενώ η μητέρα μου αγωνιούσε για την επικίνδυνη εξόρμηση μέσα στο καταχείμωνο, επίσης την έτρωγε και η στεναχώρια για τον χαμό του παππού.

Με κείνα και με τα άλλα έφτασε η ώρα η καλή της αναχώρησης. Εγώ κουβέντα στο σχολείο. Δεν έβγαλα λέξη για τα σχέδια μας, δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Λόξα; Ποιος ξέρει; Φορτώσαμε αποβραδίς τα μπαγκάζια μας και επιπλέον πεσκέσια και ευχές από την μητέρα του θείου. Ευτυχώς που το αυτοκίνητο ήταν κατάλληλο για το ταξίδι, μια κλούβα Volkswagen σε πράσινο χρώμα.

Ώρα αναχώρησης 6 το πρωί.  Οι γονείς μπροστά εμείς πίσω κοντά στο ανοιχτό διαχωριστικό σε καρεκλίτσες πλαστικές. Θέρμανση εννοείται ότι δεν υπήρχε παρά μόνο στα μπροστινά καθίσματα, πίσω κατάψυξη. Πιστεύω μια μικρή σόμπα θα χωρούσε σίγουρα. Αλλά δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια. Η εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν  η σκηνή της ελληνικής ταινίας «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης» (Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ) που βρίσκονταν στο πίσω μέρος μιας αντίστοιχης κλούβας πηγαίνοντας προς Ιωάννινα σε ένα πανηγύρι, με οδηγό τον Νίκο Ρίζο. Τον βασιλιάς της προίκας όπως αποκαλούσε τον εαυτό του, προμήθευε τις νιές των χωριών με όλα τα χρειαζούμενα για τον γάμο τους.

Ο δρόμος μέχρι την Ναύπακτο γνωστός δεν υπήρχε τότε η Ιόνια οδός ούτε η  Εγνατία, πρώτο “κάβο ντόρο” το βουνό της Παλιοβαουνάς. Άντε μες το χάραμα να νοιώθεις ναυτία. Δεν προλάβαμε να πιάσουμε λίγο ευθεία να συνέλθουμε, πάρε κι άλλες στροφές  προς Ιτέα, ευτυχώς που  ο ήλιος έκανε ντροπαλά την εμφάνιση του, έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα αλλά το φως ήταν αρκετό για να μας αποζημιώσει. Έτσι η θέα της ανταριασμένης θάλασσας και τα ψαροπούλια που βουτούσαν για τροφή  μου απασχόλησαν το μυαλό αρκετά.

Τα ζόρια ξεκίνησαν ανεβαίνοντας τον Μπράλο, η ομίχλη ήταν τέτοια που δεν βλέπαμε στο μισό μέτρο. Απόκοσμες συνθήκες, άλλο αυτοκίνητο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα στο δρόμο. Ο πατέρας καρφωμένος στο τιμόνι να μην μιλάει, σε αντίθεση με την μητέρα που είχε ξεφύγει εντελώς, τύπου σταμάτησε να κατέβουμε, που πάμε κτλ. Η ένταση και το άγχος μας είχαν καταβάλλει. Δεν γνωρίζω πόσο χρόνο διήρκησε όλο αυτό, γιατί από τις επιπλέον στροφές η ζαλάδα δεν μου άφησε περιθώρια σκέψης, οπότε έκλεισα τα μάτια μου και τα αυτιά μου όπως μπορούσα και περίμενα το αιώνιο ταξίδι σύμφωνα με τα λεγόμενα, μέχρι που αποκοιμήθηκα.

Όταν ξύπνησα το σκηνικό είχε αλλάξει. Μπήκα στον παράδεισο σκέφτηκα, άλλη μέρα ξημέρωσε; Μα πραγματικά που ήμουν; Ο ήλιος ολόλαμπρος μας χάριζε απλόχερα το φως του, αλλά την θερμότητα του με δόντια. Είχαμε πιάσει εθνική οδό Αθήνας – Θεσσαλονίκης στο ύψος της Λαμίας. Τα πνεύματα των συνταξιδιωτών είχαν ηρεμήσει και ψάχναμε κάπου να σταματήσουμε να  ξεμουδιάσουμε και να πάρουμε δυνάμεις.

Σταματήσαμε σ’ ένα  μαγαζί της εθνικής οδού. Εκεί βρισκόταν κάποιοι άλλοι ταξιδιώτες με ΙΧ και κάποιοι φορτηγατζήδες. Ήπιαμε τις πορτοκαλάδες μας, ενώ οι μεγάλοι απολάμβαναν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας με άλλους ταξιδιώτες, ανταλλάσσοντας εμπειρίες. Άλλες εποχές…
Εγώ και η αδερφή μου  αρχίσαμε να εξερευνούμε τον χώρο, δεν ήταν όπως τα σημερινά ΣΕΑ. Κόβαμε βόλτες συζητώντας την δική μας εμπειρία μέχρι εκείνη την στιγμή και τι μας περίμενε τις επόμενες ώρες. Στο αυτοκίνητο είχαμε εξαντληθεί και η καθεμία ήταν στον κόσμο της. Το θέμα μας ήταν ότι το ταξίδι αυτό ήταν αρκετά μεγαλύτερο από ότι υπολόγιζε το παιδικό μας μυαλό. Είχαμε ελέγξει την διαδρομή στον σχολικό χάρτη της Ελλάδας που είχαμε στο σπίτι, γνωρίζαμε ότι η απόσταση ήταν από το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο, αλλά δεν είχαμε συνειδητοποιήσει  την αναλογία ωρών και χιλιομέτρων.

Όταν τελείωσε το ευχάριστο διάλειμμά μας, βάλαμε φουλ τις μηχανές και ξεκινήσαμε για την εκστρατεία μας. Ήμασταν πιο ευδιάθετοι η αλήθεια είναι, μπορεί και να οφείλονταν στον καιρό και στο γεγονός ότι ξεπεράσαμε την Σκύλα και την Χάρυβδη του Μπράλου . Ο πατέρας έριξε την ιδέα να πούμε κάποιο τραγούδι, μέχρι να αποφασίσουμε άρχισε αυτός να τραγουδάει το «Ήταν μια φορά μάτια μου» του Νίκου Ξυλούρη. Οικογενειακό αγαπημένο και εννοείται “κατάλληλο” για την Χριστουγεννιάτικη  εξόρμηση μας. Όλοι συμμετείχαμε να μην χαλάσουμε το χατίρι του οδηγού. Το κλίμα άλλαξε  όταν η μητέρα θυμήθηκε το δικό της αγαπημένο, εις μνήμην του εκλιπόντος παππού, “Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα” του Μπιθικώτση. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων σκοτείνιασε το σύμπαν, έβαλε τα κλάματα και μαζί της και εμείς που δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε μετά. Ωχ!!Βάστα καημένε μου Ραγιά.

Η απόφαση πάρθηκε από το τριμελές  εμένα, την αδερφή μου και τον πατέρα, μέχρι εκεί ήταν οι μουσικές επιλογές της. Ασκήθηκε βέτο. Οπότε ο κλήρος έπεσε στους πιο νέους. Ξεκινήσαμε τα Χριστουγεννιάτικα “σουξέ”, το Άγια Νύχτα, Χιόνια στο καμπαναριό, O μικρός τυμπανιστής και κάποια άλλα που λέγαμε στην χορωδία της Χριστιανικής Ένωσης. Συν το Πάτερ Ημών ενδόμυχα για τον δρόμο, γιατί οι καιρικές συνθήκες πάλι άλλαξαν καθώς ανεβαίναμε. Μια συννεφιά, μια χιονόνερο, μια χαλάζι, ελάχιστα δείγματα από ήλιο και το κρύο τσουχτερό.

Η επόμενη στάση ήταν στην κοιλάδα των Τεμπών, παρόλη την βαριά συννεφιά δεν είχα λόγια να περιγράψω τούτο το μεγαλείο. Το κατάφυτο φαράγγι στα χρώματα του χαλκού και της σκουριάς, ανάμεσα από τον Όλυμπο και την Όσσα. Το ποτάμι του Πηνειού να ρέει ορμητικά λόγω των βροχών κι εγώ, ταξιδιάρα ψυχή από τα γεννοφάσκια μου να γαληνεύω και να ρουφάω ακόρεστα την παραμικρή λεπτομέρεια του σκηνικού. Δεν άκουγα τίποτα, ούτε με ένοιαζε τι έλεγαν αρκεί να μην έφευγα από εκεί. Δυστυχώς όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν, η ώρα περνούσε και ο ήλιος έπαιρνε τον δρόμο για την δύση του.

Φτάνοντας Θεσσαλονίκη δεν σταματήσαμε στον Λευκό πύργο, έπρεπε να βιαστούμε να πάμε στο Πανόραμα, όπου μας περίμεναν συγγενείς. Ευκαιρία να τους δούμε και αυτούς και να αφήσουμε τα ανάλογα πεσκέσια που μας είχαν δώσει οι γονείς τους. Μετά από αυτήν την μικρή ανάπαυλα μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για τον τελικό προορισμό. Κατά τις δέκα το βράδυ φτάσαμε επιτέλους στην Κομοτηνή. Η πόλη μας υποδέχτηκε γεμάτη φώτα και στολίδια.

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι των θείων, μας περίμεναν μετά βαΐων και κλάδων. Αγκαλιές, φιλιά και συγκίνηση. Ο θείος τόσα χρόνια πρώτη φορά θα έκανε γιορτές με τον ξάδερφο του. Οι μεγάλοι ανέλαβαν να ξεφορτώσουν τα μπαγκάζια, πήραμε κι εμείς ότι μπορούσαμε και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο της μονοκατοικίας. Εκεί μας υποδέχτηκαν τα μικρά τεσσάρων και πέντε ετών αντίστοιχα. Η μικρή Ελένη και ο Μάκης, στην αρχή ήταν λίγο μαζεμένα περίμεναν με ανυπομονησία να γνωρίσουν τα ξαδέρφια τους, ήταν πολύ μικρότερα όταν μας είχαν πρωτοσυναντήσει ένα καλοκαίρι στο χωριό, οπότε δεν θυμόταν και πολλά. Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά ήδη πηδούσαν στην αγκαλιά μας.

Η πρώτη αίσθηση που με τύλιξε όταν μπήκα μέσα στο σπίτι περιγράφεται μόνο με μια λέξη: θαλπωρή. Ήταν ζεστό, υπήρχε καλοριφέρ σε όλα τα δωμάτια, (πολυτέλεια για εμάς) και το τζάκι αναμμένο. Στολισμένο δέντρο και διάφορα διακοσμητικά στον χώρο, η τραπεζαρία στρωμένη και τα εδέσματα της θείας σε παράταξη με μια γαργαλιστική μυρωδιά φαγητού να σου σπάει την μύτη. Σε όλη την διαδρομή έτρωγα ότι είχαμε πάρει μαζί μας, στην Θεσσαλονίκη πάλι έφαγα αλλά προφανώς η αλλαγή περιβάλλοντος και η ασφάλεια που αισθάνθηκα όταν φτάσαμε, μου άνοιξαν την όρεξη. Η οποία παρέμεινε να έχει την ίδια διάθεση και τις δέκα μέρες της διαμονής μας. Αποτέλεσμα να γυρίσω με έξτρα δώρο έξι κιλά επιπλέον. Μετά από τις πρώτες κουβέντες του καλωσορίσματος καθίσαμε να απολαύσουμε τα παραδοσιακά εδέσματα της θείας. Όταν τελείωσε το φαγοπότι οι μεγάλοι έπιασαν το λακριντί και εμείς παίζαμε με τα μικρά μέχρι που τα μάτια μας έκλειναν από την ταλαιπωρία. Είχαμε δικό μας δωμάτιο με ξεχωριστά κρεβάτια με την αδερφή μου όπως και στο πατρικό μας. Ο ύπνος ήρθε τόσο απρόσμενα, μας νάρκωσε στην κυριολεξία. Τόσο βαθύ ύπνο δεν είχα ξανακάνει.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν πολύ όμορφα και χαλαρά. Κάναμε βόλτες στην πόλη για γλυκό, καφέ και ψώνια στην παλιά αγορά, στο εντυπωσιακό πολύβουο παζάρι όπου εκεί έγινε ένα από τα όνειρα της παιδικής μου ηλικίας πραγματικότητα. Αγοράσαμε την πρώτη μας και τελευταία φωτογραφική μηχανή zenit. Από εκείνη την ημέρα και μετά έγινα φωτογράφος. Έδινα σκληρές μάχες καθημερινά για το ποιος θα την έχει στα χέρια του. Ο πατέρας την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, αυτός την επέλεξε, είχε τις δικές του καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η μητέρα φώναζε μην την χαλάσουμε γιατί δεν ξέραμε να την χειριστούμε λες και ήξερε η ίδια. Με την αδερφή μου κόντρα μέχρι τελικής πτώσεως. Τελικά το ευχάριστο ήταν πως όλες οι επόμενες σημαντικές και μη δράσεις μας, αποτυπώθηκαν στα φιλμ της μηχανής και οι φωτογραφίες  που εμφανίστηκαν έκαναν τις αναμνήσεις να ζωντανεύουν ξανά και ξανά, με το πέρασμα των χρόνων.

Ο θείος ήταν αξιωματικός της αστυνομίας και σε κάθε μας βόλτα προσπαθούσα να τον μιμηθώ, βέβαια δεν φορούσε την στολή του όταν είμασταν μαζί, αλλά όλοι τον γνώριζαν και το ύφος του ήταν καθαρά υπηρεσιακό και αυστηρό. Τότε έπαιζα τον ντετέκτιβ, όταν κατάφερνα να ξεφύγω από τις χειροπέδες της μητέρας (από τον φόβο της όλοι θέλανε να μας απαγάγουν ή μπορούσαμε να χαθούμε). Οπότε, η σωστή επιλογή ήταν να είμαστε δίπλα στον πατέρα. Άσχετο που μια φορά στην Ζάκυνθο με την ίδια λογική, σε μια βόλτα στο λιμάνι έχασε την αδερφή μου, η οποία χάζευε κάτι παιχνίδια στους πάγκους του πανηγυριού.

Τέλος πάντων, εγώ έπαιζα τον ντετέκτιβ, φανταζόμουν ότι κάπου ανάμεσα στο πλήθος υπήρχε κάποιος ύποπτος και μελετούσα τα χαρακτηριστικά του κόσμου. Περιττό να αναφέρω τον τρόπο που τους κοιτούσα, το αποτέλεσμα ήταν το ύφος μου να είναι επιθετικό κι αυτοί να με κοιτάζουν με καχυποψία. Πάντως άκρη δεν έβγαλα ούτε έπιασα κανέναν. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι την πρώτη φορά φόρεσα το αστυνομικό καπέλο του θείου, το οποίο σχεδόν κάλυπτε τα μάτια μου, γυαλίστηκα  στον καθρέφτη ενώ απειλούσα θεούς και δαίμονες. Μόλις με πήραν χαμπάρι τα μικρά, άρχισαν να με μιμούνται και καταλήξαμε να παίζουμε κλέφτες και αστυνόμοι. Τις στιγμές αυτές εννοείται ότι τις αποθανάτισε η καινούργια μας φωτογραφική, φορέσαμε το καπέλο εναλλάξ και σταθήκαμε με καμάρι μπροστά στην κάμερα. Η zenit τελικά έγινε αναπόσπαστο κομμάτι μου και εφόσον είδαν με πόση προσοχή την χρησιμοποιούσα, μου επέτρεψαν να την έχω υπό την προστασία μου. Μέσα από τον φακό όλα τα έβλεπα λες και ήταν η πρώτη φορά. Κατάφερα να φωτογραφήσω πολλά μνημεία όπως το Σπαθί, το σήμα κατατεθέν της Κομοτηνής (14 μέτρα ύψος και όμως μπόρεσα! να το χωρέσω στο πλαίσιο της φωτογραφίας), τον πύργο του  Ωρολογίου, το τμήμα του κεντρικού τεμένους της πόλης το Yeni Camil (Νέο Τέμενος), κρίμα που δεν μπόρεσα να προλάβω τον μουεζίνη που καλούσε τους πιστούς για προσευχή, επίσης τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το Λαογραφικό μουσείο αλλά και το φρούριο της πόλης. Δυστυχώς δεν μου επέτρεψαν να φωτογραφίσω τους ανθρώπους του παζαριού, τους μικροπωλητές και τις μυστηριώδες γυναίκες με τους φερετζέδες, ήταν περίεργη η κατάσταση τότε.

Οι μέρες μας ήταν γεμάτες, τα παραδοσιακά τραπεζώματα τα λουκούλια γεύματα, η Μπάμπου, ένα είδος λουκάνικου με χοιρινό κρέας, συκώτι, ρύζι, πράσο και μπαχαρικά, το οποίο ήταν σχεδόν σε κάθε γεύμα, σαν μεζές για το κρασί και μετά τα σιροπιαστά γλυκά και το σουτζούκ λουκούμ ήταν θεσπέσια. Πραγματικά λίγο-λίγο κάθε φορά δεν ξέρω πόσο πολύ είχα φάει, σίγουρα όμως είχα ξεπεράσει το μέτρο… Τα ξαδέρφια μου έγιναν αυτοκόλλητα πάνω μας, παίζαμε παιχνίδια της ηλικίας τους, τους διάβαζα παραμύθια, έκανα την δασκάλα και γενικότερα τα πρόσεχα. Δεν έλειπαν οι ζήλιες και οι τσακωμοί αλλά τα ξεπερνούσαμε γρήγορα με αγκαλιές και οπωσδήποτε μια βόλτα στους ώμους μου. Η μικρή Ελένη στον ώμο μου, με χαλινάρια τα μαλλιά μου, από τον φόβο της μην πέσει, εγώ σε κατάσταση αμόκ από τον πόνο, ο μικρός Μάκης να γελάει και να με τραβάει από την μπλούζα να πάρω αυτόν στους ώμους και η αδερφή μου σκασμένη στα γέλια να μας φωτογραφίζει… Ζήτω η τρέλα…

Πριν φύγουμε από Κομοτηνή  η αστυνομία έκανε τον ετήσιο Πρωτοχρονιάτικο χορό για μικρούς και μεγάλους σε ένα μεγάλο κέντρο διασκέδασης τον Βράχο. Είχαν ζωντανή μουσική, φαγητό και ζογκλέρ και πολλά δώρα από έναν Άγιο Βασίλη για τα παιδάκια του σώματος. Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχαμε ξαναζήσει, συνήθως αυτές τις μέρες οι μεγάλοι έφευγαν για γλέντι και εμείς μέναμε σπίτι με την γιαγιά να μας προσέχει ή κάναμε ρεβεγιόν στο σπίτι με καλεσμένους.

Η ώρα της επιστροφής πλησίαζε, αυτή η όμορφη εμπειρία έφτανε στο τέλος της. Η στεναχώρια μου δεν περιγράφονταν ήθελα να μείνω εάν ήταν δυνατόν περισσότερο ή και για πάντα. Ήταν ομολογουμένως οι πιο όμορφες Χριστουγεννιάτικες διακοπές που είχα ζήσει στην παιδική μου ηλικία και που έμειναν χαραγμένες στην μνήμη και την καρδιά μου μετά από 35 ολόκληρα χρόνια.

Αποχαιρετιστήκαμε με αγκαλιές, φιλιά και με μια θλίψη στην ψυχή μας, δίνοντας όμως την υπόσχεση να τους επισκεφτούμε ξανά με την πρώτη ευκαιρία.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αγάπη, την ξεγνοιασιά και την αποφόρτιση  που ένοιωσα εκείνες τις Άγιες ημέρες. Με την πάροδο των χρόνων μπόρεσα να αισθανθώ τέτοιου είδους συναισθήματα και ακόμη πιο έντονα, με την γέννηση των παιδιών μου. Τα Θεία Δώρα, την Μαρία- Σταυριανή και τον Χρήστο  μου.

Κάθε χρόνο προσπαθώ να βιώσουμε τα Χριστούγεννα όσο πιο ξεχωριστά, μαγευτικά, παραμυθένια μπορούμε γεμάτα θαλπωρή και Αγάπη. Θέλω να έχουν όμορφες, ζεστές  οικογενειακές αναμνήσεις και η γλύκα αυτή να τους γαληνεύει την ψυχή για πάντα.

Εύχομαι ολόψυχα σε όλους Φωτεινά Χριστούγεννα, με πολλές ξεχωριστές στιγμές και Αέναη Αγάπη στις καρδιές μας.