Ο Πάνος Τουρλής γράφει για το βιβλίο «Ο κήπος της μοναξιάς»

Τρεις γυναίκες και τρεις διαφορετικές περίοδοι της Ελλάδας. Η γιαγιά Αθηνά, η μάνα Ανθή και η κόρη Αλίκη. Με επιθυμίες, προκαταλήψεις, φόβους και ανασφάλειες. Γεύονται τον έρωτα, στερούνται τον έρωτα, ξεκλέβουν απ’ τον έρωτα τα χρωστούμενα. Και η Δόμνα στο απέναντι σπίτι, εκεί στα Βίλια του Κιθαιρώνα όπου διαδραματίζεται κυρίως το μυθιστόρημα, να τις παρακολουθεί και να πετάγεται σα φίδι, για να δαγκώσει, να κλέψει, να στηρίξει. Τελικά, θα βρουν η καθεμιά τον δρόμο της, αυτόν που περνάει από την καρδιά; Πώς θα προχωρήσουν μπροστά και πώς θα αντιμετωπίσουν τις εκπλήξεις που σκορπίζει απλόχερα η ζωή;

Η κυρία Μαρία Χίου, η Αλκυόνη Παπαδάκη του 21ου αιώνα, είναι μια λογοτέχνις που δε χρειάζομαι δικαιολογίες για να την ακολουθήσω. Γράφει μια ιστορία κι εγώ δε θέλω την περίληψή της, δε θέλω τον ντετερμινισμό ενός κειμένου για να χαθώ στις σελίδες της. Έγραψε; Θα τη διαβάσω. Είναι από τις ελάχιστες συγγραφείς που δε χρειάζεται να παρακολουθήσεις μια ιστορία για να δεις τι θα γίνει παρακάτω αλλά να την ξεφυλλίσεις αργά αργά και διστακτικά σαν ευαίσθητο μίσχο ώστε να βρεις το επόμενο αγπαημένο σου σημείο, το επόμενο αγαπημένο σου περιστατικό.

Δε με ενδιαφέρει η εξέλιξη της υπόθεσης όταν διαβάζω για τον άντρα που κατέδιδε τους συμπατριώτες στους Γερμανούς κατά την Κατοχή ώστε να ταΐζει με τα τρόφιμα που του έδιναν οι κατακτητές τα πεινασμένα παιδιά του χωριού. Κι ας έχω καταλήξει μέσα μου ποια τιμωρία του αξίζει, η κυρία Χίου ξέρει πώς να με παρασύρει τήδε κακείσε, φωτίζοντας τα πάντα και τιμωρώντας αμείλικτα (είτε τον αναγνώστη είτε τον χαρακτήρα). «Και σκότωσε και έσωσε. Ήταν άνθρωπος με τα ούλα του, με τον Ιούδα και τον Χριστό του. Αλίμονο σε αυτόν που θαρρεί πως έχει μονάχα Χριστό. Πάει καλιά του» (σελ. 241).

Δε χρειάζεται να ξέρω τι θα γίνει παρακάτω όταν ένας άνθρωπος, βαθιά πληγωμένος από μια γυναίκα, δε διστάζει να κάνει κάτι πρωτόγνωρο, που δείχνει μεγαλείο ψυχής και ξεπερνάει κατά πολύ τη βαθιά του αγάπη απέναντί της. Δε θέλω να διαβάσω τις συνέπειες μιας δολοφονίας που παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία αλλά ένας άντρας αποφάσισε να πάρει το κρίμα πάνω του για να ακολουθήσει σύντομα το θύμα στην αιώνια ζωή, νιώθοντας αβάσταχτη μοναξιά στην παρούσα, την επίγεια. Γυναίκες που δε θέλουν τα παιδιά τους και τα παρατάνε. Γυναίκες που υιοθετούν μόνο και μόνο για να αλλάξουν γνώμη και να κάνουν τον βίο της ανήλικης επιλογής τους αβίωτο. Δεν πρέπει. Απλώς κλείνω τη σελίδα και ξαναζώ τη σκηνή λέξη προς λέξη. Πιπιλάω την ποικιλία της εκφραστικότητας, αναμασώ την ένταση των σκηνών, ξεκουκίζω τις λέξεις που διάλεξε η κυρία Χίου ώστε να έχουμε το καλύτερο αισθητικά και μυθιστορικά αποτέλεσμα. «Λες και θέρισαν τις μέρες της ζωής τους και τις έφτιαξαν δεμάτια. Με τα χέρια τις θέρισαν κι έπειτα τις χώρισαν. Αυτές από εδώ, αυτές από εκεί. Μέρες κατήφειας, μέρες αναμονής. Μια ντουζίνα μέρες σε κάθε γωνιά της ύπαρξής τους. Όλες ίδιες, όλες δεμένες σφιχτά με σπάγγο» (σελ. 64).

Οι γυναίκες ζουν τις ιστορίες τους, μετανιώνουν, αμαρτάνουν, προχωράνε, καθυστερούν, μαζί τους περνάνε οι καιροί και η Ιστορία. Η αφήγηση μεταφέρεται από τη δεκαετία του 1930 στο 1970 κι από κει στα τέλη του 20ού και αρχές 21ου αιώνα. Εναλλάξ. Με διακοπή της αφήγησης πάντα σε καίριο σημείο. Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά η συγγραφέας φωτίζει τη μία πλευρά των γεγονότων ώστε να γυρίσει αρκετές σελίδες αργότερα στο ίδιο σημείο και να το φωτίσει ακόμη περισσότερο. Πολλές μικρές εικόνες που συνθέτουν μια μεγαλύτερη, κάθε κομμάτι κι ένα δάκρυ που δεν ήθελα να στάξει από τα μάτια μου είτε από φόβο για την αποκάλυψη είτε από δισταγμό να μην έρθω μια σελίδα πιο κοντά προς το τέλος. Κι η πένα της συγγραφέως κεντίδι: «Από κάθε άνθρωπο που έχουμε αντίκρυ μας κλέβουμε ένα κομμάτι, σε κάθε άνθρωπο που θα συναντήσουμε στο διάβα μας δίνουμε ένα κομμάτι. Έτσι φτιάχνονται οι ψυχές μας, κορίτσι μου. Από τέτοια κομμάτια» (σελ. 426).

Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη συνήθεια της συγγραφέως να δίνει ονόματα σχεδόν μόνο από Α στις πρωταγωνίστριές της (το διαπίστωσα στη «Σιωπή του ποταμού», το εντόπισα κι εδώ), κάτι που εμένα προσωπικά στην αρχή με μπερδεύει, ο «Κήπος της μοναξιάς» είναι ένα υπέροχο, καλογραμμένο, τρυφερό, συγκινητικό, ανθρώπινο, ανατρεπτικό μυθιστόρημα που με κέρδισε από την πρώτη ως την τελευταία λέξη. Πρόκειται για ένα άρτιο λογοτεχνικό δείγμα της εποχής μας που καταγράφει γυναικείους χαρακτήρες οικείους αλλά με μια νότα υπερβατικότητας, που χαρίζει αξέχαστες σκηνές και καταγράφει διαχρονικούς χαρακτήρες και οικείες συμπεριφορές, στολισμένα με ένα πανάκριβο και προσεκτικά επιλεγμένο περιδέραιο λέξεων και εκφράσεων.

Πάνος Τουρλής

www.captainbook.gr

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *