Ίσως να είναι μια αληθινή ιστορία… γράφει η Μαρία Γαβριελάτου σε ανύποπτη στιγμή κάπου μέσα στο βιβλίο της και με κάνει ν’ αναρωτιέμαι σε ποιο βαθμό, άραγε, η μυθοπλασία αντιγράφει τη ζωή αφού, Τα σπασμένα φτερά της νιότης μου, είναι μια ιστορία από αυτές που μπορεί να πλάσει η αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα όμως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινό βίωμα. Όπως μαρτυρά ο τίτλος, οι ήρωες καλούνται να αντέξουν, να συνεχίσουν και να επιβιώσουν τσακισμένοι ψυχικά και σωματικά.
Πρώτος απ’ όλους ο Στράτος. Ήταν ένα μικρό παιδάκι όταν η ζωή τού έδειξε το σκληρό της πρόσωπο και έκτοτε, μόνο στρωμένη με ρόδα δεν ήταν. Από τόσο νωρίς, οι μελανιές της ψυχής του ριζώνουν πάνω στο παιδικό κορμάκι του και ο κόσμος του γεμίζει με πόνους, δάκρυα, πίκρα και τσακισμένα παιδικά όνειρα. Ο μικρός Στράτος αναγκάζεται να ωριμάσει νωρίς -μέσα σε ένα βράδυ· ή σε μια στιγμή;-, μεγαλώνει απότομα, άδικα… αναλαμβάνει ευθύνες που δεν του ανήκουν… βιώνει καταστάσεις που δεν του αναλογούν… αποκτά σπουδαία εμπειρία ζωής και μεγάλη σοφία. Και τα δύο τελευταία με την κακή έννοια, με τον λάθος τρόπο και από τους λάθος ανθρώπους.
Χάνει τη μάνα του τη μέρα που έφερε στον κόσμο την μονάκριβη αδερφή του.
Ο Στράτος δεν καταλάβαινε τι γινόταν, δεν ήξερε ακόμα τι θα πει θάνατος, μα ένιωθε πως κάτι κακό είχε συμβεί. Όσο κι αν χάιδευε το πρόσωπο της μάνας του και περίμενε μάταια να ανοίξει τα πανέμορφα μάτια της, τόσο τα δικά του γέμιζαν δάκρυα…
…Η μαμή φοβούμενη πως το μωρό ίσως δεν αντέξει τη νύχτα, το πήρε στα χέρια της και του έκανε αεροβάφτισμα.
«Και το όνομα αυτής…»
«Ειρήνη!» φώναξε δυνατά ο Στράτος και τα μάτια του έτσουζαν από τα δάκρυα.
Πλησίασε τη μαμή, πήρε από τα χέρια της την αδερφή του κρατώντας τη σαν κούκλα και ψιθύρισε:
«Μοιάζεις της μάνας…»
Και από ‘κείνη τη μέρα το εξάχρονο αγόρι αυτοκυρήσσεται κηδεμόνας της νεογέννητης Ειρήνης, της Ρηνούλας του. Γρήγορα όμως η ζωή δείχνει τα κοφτερά της δόντια στα δύο παιδιά που, έτσι απλά μέσα σε λίγο καιρό, θεωρούνται βάρος από τον πατέρα τους και τη νεοφερμένη του σύζυγο.
…Ο Στράτος, που ένιωθε πως κάτι δεν πάει καλά, ρώτησε τον πατέρα του τι συμβαίνει, αλλά την απάντηση του την έδωσε η Θεανώ.
«Αποφασίσαμε για το καλό σας να σας πάμε σε ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παιδάκια για λίγο καιρό, έως ότου βρει μια δουλειά ο πατέρας σας… …Τώρα που αρχίζουμε τη ζωή μας από την αρχή πρέπει όλοι μας να κάνουμε υπομονή, και ειδικά εσείς».
«Και η Ρηνούλα; Είναι μωρό, πατέρα!»
«Ουφ! Βούλωσ’ το πια! Εκεί που θα πάτε θα το προσέχουν και αυτό!»
«Αυτό», σαν αντικείμενο έβλεπε το μωρό ο Δημητρός, το ίδιο και τον Στράτο και θέλησε να τα πετάξει όπως την τρίχα απ’ το ζυμάρι!
Και τα πέταξε. Και η ζωή δείχνει την σκληρή της όψη από νωρίς… Ένα μωράκι και ένα νήπιο πρέπει να επιβιώσουν από την σκληρή ορφάνια τους… κι ο Στράτος υπόσχεται στη Ρηνούλα του παντοτινή αγάπη και φροντίδα παρά το άγουρο της ηλικίας του και κόντρα στις ελάχιστες πιθανότητες που είχε να κρατήσει το λόγο του.
Πώς ένα μικρό παιδάκι μπορεί να σταθεί δίπλα σε ένα βρέφος; Άραγε, τι μπορεί να του προσφέρει; Πώς θα το προστατεύσει; Πώς να το σώσει και πώς να σωθεί;
Τον παρακολουθούμε να μεγαλώνει. Γίνεται έφηβος, άντρας… και γύρω του, σε απόλυτη σχέση με εκείνον, οι ηρωίδες της ιστορίας. Η Ειρήνη, η Ροζαλία, η Ευγενία… η Σιβόν, η Βέρα, η Άννα.
Μέσα από την ιστορία τους, ερχόμαστε μπροστά στην απόλυτη απανθρωπιά· σε όλο της το μεγαλείο, όμως, στον αντίποδα, και με συγκινητική ανθρωπιά. Μέσα στα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν, οι δυο τους βρίσκουν συμπαραστάτες και πραγματικούς συνοδοιπόρους που θα τους προσφέρουν βοήθεια -αν όχι ελπίδα για το μέλλον. Μάλιστα, τόσο σε ό,τι αφορά την απανθρωπιά, όσο και την ανθρωπιά, δεν έρχονται από εκεί που θεωρείται αναμενώμενο· σας έχω ήδη φανερώσει ότι ο ίδιος τους ο πατέρας τους παράτησε σε ένα ορφανοτροφείο θεωρώντας τα παιδιά του βάρος. Άνθρωποι διώχτες και άνθρωποι φύλακες άγγελοι σημαδεύουν τις ζωές τους ανεξίτηλα.
Η ιστορία είναι εποχής. Όλα ξεκινούν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1920 σε ένα χωριό των Ιωαννίνων σε μια εποχή που τα ζωντανά έσερναν τα κάρα αγκομαχώντας και στην Αθήνα με το τραμ και τον εισπράκτορα, και συνεχίζει καλύπτοντας 60 χρόνια ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ήρωες έχουν να αντιμετωπίσουν την άκρατη σκληρότητα του κόσμου, ανασφάλεια, φόβο, πείνα, διωγμούς, προδοσίες, κακουχίες, δολοπλοκίες…
Παρά τα τσακισμένα τους φτερά, θα μπορέσουν να πετάξουν, να ξεφύγουν, να ζήσουν; Η λογική και το συναίσθημα τους είχαν πια πεθάνει… …οι νεκροί δε μιλάνε γράφει η Μαρία ανάμεσα στις αράδες για εκείνες τις φορές που η μοίρα χαρακτηρίζεται ισοπεδωτική απέναντι στον άνθρωπο μετατρέποντάς τον σε άψυχο κορμί, άδειο από συναίσθημα και νόηση… ενώ κάπου αλλού θα αναφέρει ότι: τα περιστέρια μάτωσαν, μα πέταξαν σε καθάριο ουρανό. Θα καταφέρουν άραγε να διεκδικήσουν μια θέση στον ήλιο;
Η ανάγνωση έχει ροή, γυρίζουν αβίαστα οι σελίδες. Κυλά η ιστορία απνευστί. Οι ατυχίες και οι κακουχίες του μικρού Στράτου και της αδερφής του, κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία λέξη ενώ οι εξελίξεις πάντα κρύβουν εκπλήξεις, δύναμη ή μικρά θαύματα αγάπης κόντρα σε κάθε κακό. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μεγάλη περιπέτεια με πολλή συγκίνηση κι ένας ύμνος για την αγάπη και τη ζωή.
Σκληρές εικόνες χαρακτηρίζουν την ιστόρηση, δυσκολίες που φλερτάρουν με τα όρια, βασανιστήρια που δοκιμάζουν τις αντοχές… φρίκη και πόλεμος. Πόλεμος στα κράτη ή τους ανθρώπους. Πόλεμος στους δρόμους και μέσα στις ψυχές. Αντίπαλος ο άλλος, ο ξένος ή ο φίλος… όμως αντίπαλος και ο χρόνος.
Αναδεικνύονται πληθώρα καταστάσεων όπως η αστική και αγροτική ζωή του προηγούμενου αιώνα, οι πολιτικές αναταράξεις, οι κοινωνικές συμβάσεις… οι αφανείς ήρωες που χωρίς να διστάσουν -ποντάροντας ακόμα και τη ζωή τους-, χωρίς να δοξαστούν και τιμηθούν ποτέ από κανέναν, προσέφεραν εαυτό στην πατρίδα και στον συνάνθρωπο.
Αν μη τι άλλο, το μυθιστόρημα ζωντανεύει τη φρίκη του πολέμου, τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της ανθρωπότητας, τη ψυχολογική ή σωματική βία, το ρατσισμό… και στον αντίποδα, αναδεικνύει την ουσιαστική αγάπη, την έννοια της αυτοθυσίας, την ομορφιά της αξιοπρέπειας, την ικανοποίηση της βοήθειας προς τον αδύναμο, την αφοσίωση, την πίστη.
Η κελαρυστή γραφή και η λιτή γλώσσα επιτρέπουν την άνετη ανάγνωση. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σε μια αλληλουχία που περικλείει τόσο τις σκληρές όσο και τις συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές… και που όλες μαζί ολοκληρώνουν την ιστορία. Στο τέλος, δεν υπάρχουν σκοτεινά ή αδιευκρίνιστα σημεία, όλα έχουν εξηγηθεί και τίποτα δεν αφήνεται μετέωρο ή στη φαντασία.
Αν σας αρέσουν οι μυθοπλασίες που θα μπορούσαν να είναι πραγματική ζωή (χωρίς υπερβολές χάριν εντυπωσιασμού), που αφορούν ανθρώπους της διπλανής πόρτας (και όχι άπιαστους χαρακτήρες ειδικών ικανοτήτων), που μιλούν για αφοσίωση και ανθρωπιά, που συμβαίνουν στην Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα και αναβιώνουν τη σύγχρονη ιστορία χωρίς να χαρακτηρίζονται ιστορικά μυθιστορήματα, που ξυπνούν συναισθήματα και προσφέρουν κινηματογραφική ροή χωρίς να ζορίζουν τον αναγνώστη με περίπλοκη δομή ή ιδιαίτερη γλώσσα και να διαθέτουν δράση κι αγωνία… μπορείτε να εντάξετε και αυτό το βιβλίο στις επιλογές σας.
Σαν επίλογο… θυμάμαι τη σκέψη του Στράτου ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα ειδικά όταν ο στόχος είναι η σωτηρία του ανθρώπου και κρατώ μια φράση: Στις σχέσεις των ανθρώπων που έχουν καθάρια και δοτική ψυχή, υπάρχει συνήθως ένας κώδικας επικοινωνίας πολύ πιο δυνατός από τα λόγια και τις λέξεις. Ίσως η συγγραφέας να ποντάρει την ιστορία της πάνω σε αυτόν τον κώδικα που είναι δυνατότερος από τις λέξεις στο χαρτί. Ίσως να μη χρειάζεται κανένας κώδικας όταν μιλάμε για αγάπη γιατί ίσως, όλο αυτό, να είναι μια αληθινή ιστορία.
Τζένη Κουκίδου
https://koukidaki.blogspot.gr/2017/12/ta-spasmena-ftera-tis-niotis-mou.html