Αληθινή ιστορία. Εντελώς! Αληθινοί άνθρωποι, αληθινά ονόματα, αληθινές πόλεις… Κι όμως, τόσο μυθιστορηματική η αφήγηση που με προτρέπει να σκεφθώ έναν διαφορετικό τρόπο χαρακτηρισμού του… ή να εφεύρω στην ανάγκη κανέναν; Ας πούμε μυθιστορηματική αφήγηση πραγματικής ιστορίας αλλά εκείνο το μυθιστορηματική κρύβει εμφανώς τον μύθο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του ψεύτικου, του αμφίβολου. Ίσως τότε κάτι σαν αφηγηματικό ντοκουμέντο αλλά φοβάμαι ότι μια τέτοια περιγραφή αντανακλά μια ακαδημαϊκή, στείρα απόχρωση στην ιστόρηση και δεν είναι καθόλου έτσι. Αν λέγαμε ιστορική λογοτεχνία μήπως κουμπώνει καλύτερα χωρίς να εξαπατά τον αναγνώστη; Χμμ.
Δύσκολο είδος όμως!
Από τη μια έχεις να καταθέσεις αλήθειες χωρίς φίλτρα και μασκαρέματα, κρατώντας πιστή Ιστορική γραμμή -εδώ κάπου η λέξη ντοκουμέντο χαρακτηρίζει επαρκώς την κατάσταση- ενώ παράλληλα έχεις να προσφέρεις υψηλού επιπέδου αφηγηματική ικανότητα και εμπλουτισμό κειμένου όπου κάθε καλολογικό στοιχείο οφείλει να επιστρατευθεί, κάθε συναισθηματική φόρτιση να τονιστεί και κάθε εικόνα να ξεπροβάλλει ζωντανή μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Κι αν θελήσεις να μιλήσεις για την ιστορία της δικής σου οικογένειας, άρα να συνδέεσαι συναισθηματικά με τα δρώμενα και τα πρόσωπα, τότε η εργασία γίνεται πιο δύσκολη -θεωρητικά μιλώντας, πιστεύω ότι είναι απείρως προτιμότερο να πονάς φανταστικούς ήρωες παρά πρόσωπα με τα οποία σας συνδέουν στενοί βαθμοί συγγένειας- όμως οι κυρίες Έφη Καγξίδου και Λίνα Σπεντζάρη το κατάφεραν.
Κι αφού ξεκαθαρίσαμε ότι το βιβλίο απευθύνεται και σε εκείνους που αναζητούν αληθινές μαρτυρίες για τον ελληνισμό, ας δούμε με δυο λόγια την υπόθεση. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως η μυθιστορηματική βιογραφία του Γιώργη Σαρρή, -έχω ήδη εξαιρέσει τον όρο μυθιστόρημα αλλά θα μπορούσαμε να το δεχτούμε ως μια αληθινή ιστορία με πιο γλαφυρή αφήγηση, έντονο συναίσθημα και καλολογικά στοιχεία- ενός σύγχρονου αντι-Οδυσσέα γιατί ενώ εκείνος αποζητούσε διακαώς να επιστρέψει στον τόπο του και ήταν διατεθειμένος να το κάνει ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο, ο Γιώργης υποχρεώνεται σε εξορία. Για τον ήρωά μας, η Ιθάκη είναι μια αναζήτηση ανάγκη ζωής που πρέπει να κάνει ελπίζοντας να την βρει (γιατί δεν ξέρει που βρίσκεται) κάπου… κάπως… κάποτε.
Πρόκειται, λοιπόν, για την αληθινή ιστορία της οικογένειας της Έφης Καγξίδου κι ένας φόρος τιμής στον παππού της. Στο οπισθόφυλλο διαβάζεις ότι η οδύσσεια του Γιώργη ξεκινά στα 1920 σε ένα νησί του Βόρειου Αιγαίου όταν μια φράση –Θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια– αποτελεί τη λήξη της νιότης του, της οικογενειακής του γαλήνης και το χάσιμο όλων, υλικών ή έμψυχων, ακόμη και της ψυχής του. Σας ορκίζομαι στην τιμή μου ότι είμαι αθώος, θα φωνάξει αλλά δε θα ακούσει κανείς. Ούτε η μάνα μου… θα πει απαρηγόρητος και με αυτή τη φράση θα φύγει από τον τόπο του, στιγματισμένος και διαλυμένος. Η περιπλάνησή του ξεκινά από τη Χίο, κι από εκεί στα Βουρλά. Κι από τις στάχτες που άφησε η Μικρασιατική καταστροφή στον Πειραιά· αργότερα στο Βόλο. Χιλιάδες περιπλανώμενοι, ξεριζωμένοι, ρημαγμένοι -ένας από αυτούς κι ο Γιώργης- και μια ιστορία που θλιβερά επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. (πόλεμος, φρίκη, ντροπή, μετανάστες, τόποι που “γεμίζουν” και δε χωράνε άλλους, διαφορετικότητα που λαμβάνεται ως απειλή…)
Θέλω από σένα να τους εξηγήσεις. Να βρεις έναν τρόπο για να δικαιολογήσεις τις αποφάσεις μου. Και να είσαι σίγουρη πως εγώ, εκεί πάνω στον ουρανό, θα το νιώσω.
Δε ξέρω πώς αισθάνεται η Έφη αλλά, κάτι μου λέει ότι ο παππούς της χαμογελάει συγκινημένος για το επίτευγμα και οπωσδήποτε ευχαριστημένος μιας και η εγγονή του εκπλήρωσε την μοναδική του επιθυμία με τον καλύτερο τρόπο.
Όμορφη γλώσσα, όμορφες περιγραφές, όμορφες εικόνες… καλή ροή που προϊδεάζει για τη συνέχεια, σφιχτογραμμένο, στρωτή αφήγηση. Μια αληθινή ιστορία που ζωντανεύει τα πρόσωπα και μια πολυπόθητη λύτρωση. Ήθη, έθιμα, συνήθειες, καθημερινότητα, τρόπος ζωής, ιστορία… Γοητευτικά χωρισμένο σε κεφάλαια ενώ λέει πολλά και δε κουράζει.
Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε 12 Σεπτεμβρίου 1922. Η μέρα αρνήθηκε να έρθει στα Βουρλά. Ο ήλιος σεβάστηκε την απόφασή της κι έστειλε τη συννεφιά, που έφτασε στην πόλη νωρίς το πρωί. Έφερε μαζί της τη βροχή, που θέλησε να θρηνήσει μαζί με τους κατοίκους, μα ήταν ψιλή κι αδύναμη και δεν κατάφερε να ξεπλύνει τη φρίκη και τη ντροπή του ανθρώπινου γένους.
Και η αγάπη! Η απόλυτη, αγνή, καθαρή αγάπη που ενώνει τους ανθρώπους κάθε φυλής ή θρησκείας.
Αυτοί που με τις υπογραφές τους αποφασίζουν για τις τύχες των ανθρώπων, δεν μέτρησαν τις καρδιές τους.
Και ο έρωτας! Ο μοναδικός, μεγάλος έρωτας που ενώνει ψυχές και σώματα· δύο μισά σε ένα ολόκληρο.
Ο δικός τους γάμος γινόταν απόψε. Τα στέφανα τα άλλαζε η πανσέληνος. Καλεσμένοι ήταν όλα τα θαλασσινά πλάσματα. Ο Ποσειδώνας, τα δελφίνια, οι Σειρήνες, οι Νηρηίδες, τα ξωτικά και οι νεράιδες του νερού, που τόσα χρόνια ήταν οι φίλοι, η παρέα τους. Μάρτυρες τ’ αστέρια, που απόψε ήταν όλα στον ουρανό. Δεν έλειπε κανένα. Από νωρίς, ως την αυγή, έστελναν φωτεινές ευχές με τον Αυγερινό. Μετά, το έργο αυτό ανέλαβε η Πούλια.
Συγκινητικό βιβλίο -θα δακρύσεις-, φορτισμένο με έντονο συναίσθημα, ανθρώπινο… Σέβεται τον άνθρωπο και την ιστορία (του) και τη μεταφέρει πιστά στο χαρτί μέσα από μια υπέροχη αφήγηση. Θα ταξιδέψεις νοερά πίσω στο χρόνο μέσα από ζωντανές εικόνες, θα “ξαναδείς” την ιστορία και θα γοητευτείς στο “άκουσμα” του μποξά, του μερτικού, της λάτρας, του ρεγάλου, του σεβντά… ειδικά αν έχεις ανατολίτικες ρίζες οπότε όλο και κάποιος παππούς σε έχει βομβαρδίσει με την “ντοπιολαλιά” του -κι αν ήταν γιαγιά σίγουρα σε έχει ταΐσει γιοφκάδες.
Τζένη Κουκίδου
Σύνδεσμος: https://koukidaki.blogspot.com/2016/06/oute-i-mana-mou.html