Πόσες φορές, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, δεν έχουμε ευχηθεί να έρθει εκείνη η στιγμή που θα μας δοθεί, απλόχερα, η ευκαιρία για να αλλάξουν όλα; Όλα εκείνα που μας πονούν, μας πληγώνουν, μας καταπιέζουν, μας κρατούν ”δέσμιους/ες”, μας έχουν επιβληθεί από τρίτους και μας στερούν το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής και κατ’επέκταση ζωής; Πόσες φορές, άραγε, μπορεί να εισακουστεί αυτή μας η ευχή και να γίνει πραγματικότητα; Και κυρίως, με ποιο ”τίμημα”; Είναι αντικειμενικά δύσκολο να μιλήσουμε για κάποια πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας είτε κάποιος/α φέρει την ιδιότητα του συγγραφέα/εως είτε την ιδιότητα του αναγνώστη/της αναγνώστριας. Χρειάζονται λεπτοί, σχεδόν χειρουργικοί, χειρισμοί με απόλυτη σοβαρότητα, προσοχή και σεβασμό… Αλίμονο αν θεωρούμε ότι επειδή έχουμε να κάνουμε με μυθοπλασία μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο, θα βγούμε ”αλώβητοι” σε πνευματικό και ψυχικό επίπεδο απ’αυτό…
”Σε έναν τόπο που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν μιλάει, μια γυναίκα παίρνει την απόφαση να αρνηθεί τη ζωή που της επέβαλαν.”
Η συγγραφέας Νικολία Πανίδου μέσα από το νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο ”Η στιγμή που όλα άλλαξαν”, επιλέγει να μιλήσει για ένα ζήτημα που κάθε άλλο παρά ανάλαφρο και συναισθηματικά ανώδυνο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Με επίκεντρο την εκπλήρωση των βαθειών επιθυμιών και μίας γενικότερης τάσης για επαναπροσδιορισμό των θέλω και των αναγκών της ζωής της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου, θα την ”ακολουθήσουμε” σε ένα μονοπάτι που θα βρει το σθένος να εναντιωθεί σε ό,τι δεν την ”καλύπτει” σε κανένα επίπεδο και θα χαράξει τη δική της πορεία. Μία πορεία όχι εύκολη, απαραίτητη, όμως, να τη διαβεί, ώστε να πετύχει το σκοπό της…
“Ήθελε να φύγει. Να κλείσει τα μάτια και όταν τα ανοίξει, να μην υπάρχει δίπλα της εκείνος. Ήθελε να σταματήσει να πονάει, να σταματήσει να αναρωτιέται γιατί, πριν χάσει ολοκληρωτικά τον εαυτό της.
«Δέκα χρόνια υπέφερα. Φτάνει. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα που είμαι αιχμάλωτη σε τούτο το νησί».
Δε χρειάζεται να ζούμε σε μία κλειστή κοινωνία με ό,τι εκείνη επιβάλλει -εντός κι εκτός εισαγωγικών- στα πρόσωπα που κατοικούν μέσα σε εκείνη και δη στις γυναίκες για να ξέρουμε το τί πραγματικά συμβαίνει. Ναι, μπορεί να μη ζουν εκατό χρόνια πίσω, αλλά υπάρχουν κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις, ηθικοί (;) κανόνες, συμπεριφορές και μία τάση για ομερτά γύρω από ζητήματα και κακώς κείμενα που δεν αφορούν εκείνους/ες, μα τρίτα πρόσωπα. Δεν καταλαβαίνουν, όμως, ότι έτσι γίνονται συνένοχοι/ες κι εκείνοι/ες με τη σειρά τους; Ποιος/α θα βρει τη δύναμη και το ψυχικό σθένος να σπάσει τα όποια δεσμά;
”Όταν την είδε για πρώτη φορά, νόμιζε ότι ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Όταν αντίκρυσε και δεύτερη φορά τη φιγούρα της, ήταν σίγουρος ότι κινδύνευε. Όταν την πλησίασε, κατάλαβε ότι θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να τη σώσει.
Ευγενία και Λευτέρης. Μία γυναίκα που είχε χάσει την πίστη της στους ανθρώπους. Ένας άντρας που ήθελε να ξαναβρεί νόημα στη ζωή. Δύο άγνωστοι που συναντιούνται σε έναν τόπο που δεν είναι δικός τους. Δύο νέοι που πρέπει να βρουν ξανά την αφετηρία της ζωής, να πουν τις αλήθειες τους και να μάθουν να εμπιστεύονται από την αρχή.”
Βρήκα όμορφη την κίνηση της συγγραφέως μέσα από την οικεία και συνειδητοποιημένη της γραφής να ντύσει με την πρέπουσα αληθοφάνεια και την εις βάθος σκιαγράφηση τους χαρακτήρες των προσώπων. Άνθρωποι με τα όποια θετικά και αρνητικά, όμοιοι/ες με εμάς, που ίσως να έχουν χάσει την ελπίδα τους, μα και την εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους. Είναι, όμως, έτσι; Όχι, όπως και η ιστορία μας αποδεικνύει -κι εγώ θέλω να πιστεύω- ότι υπάρχουν, εκεί έξω, ακόμη άνθρωποι για να μας σταθούν δίπλα μας όχι μόνο στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα. Αρκεί και εμείς να κάνουμε την όποια προσπάθεια και να μην κοιτάμε τα πάντα γύρω μας με δυσπιστία…
Αναζητήστε το! Καλή ανάγνωση.
Κυριακή Γανίτη